Ο ΓΗΤΕΥΤΗΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
Όπου πήγαινε και τα δέντρα μαζί του
κι οι βράχοι, τα λιμάνια κι οι πόλεις.
Ξωπίσω του βήμα το βήμα
σιωπηλά ή και άγρια
μεγαλοπρεπή και λιτά
δάση και λόχμες ολοένα γεννούσαν
ένα πλήθος πολύβουο
με πάθη, φωνές και θορύβους
με φωτιές, μουσικές κι ηφαιστείων εκρήξεις.
Εκείνος γαλήνια όλα τα έβλεπε,
θαυμαστά και ανήκουστα εκείνα
ικετεύαν να μείνει μαζί τους.
«Ήταν κάποιος…»,
«Εκείνη τη μέρα…»
κάπως έτσι αρχίζανε όλα.
Κι είχε τον λόγο εν αρχή η ζωή να κυλά
σε ρυάκια με διάκενα σκέψεων
και να, τα χωράφια τους εύφορα
κι οι άλλοι του τόποι ολοζώντανοι
χρόνια πολλά που περάσαν
Γητευτή των Βιβλίων
τον είπαν…
ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Του χτυπούσαν την πόρτα
για να δώσει δυο στίχους προς βρώσιν.
Δεν ήταν εκεί ή δεν άκουγε
ή ν’ ακούσει διόλου δεν ήθελε.
Θεώρησε πλέον πιο χρήσιμο
να ποτίζει τον κήπο του
έναν κήπο με δέντρα από έπη, ωδές και στίχους
ποιητών χαμένων στον καιάδα του χρόνου
και με κάτι στιχάκια ελασσόνων.
Να κρατηθεί και στα δίχτυα της γλώσσας του ήθελε.
Αρχή ο αμφορεύς του Ερμεία
ως το κρασοβάρελο του κυρ Μήτσου…
Προσπαθούσαν, λοιπόν, να τον πείσουν.
Θα λυπηθούν τα δέντρα, του φώναξαν
μα αυτός αδιαφόρησε.
Πιο χρήσιμο, είπε, θα χαρίσω τους στίχους στο χώμα.
Και τους χάραξε σε όλα τα μέτρα
σε φύλλα ξερά σε ασφοδίλια επάνω
να τους δουν κι οι νεκροί.
Και μετά με ταμ ταμ, με τοτέμ και με μπάλο
προκάλεσε τη βροχή Κρουνηδόν.
Κι έβλεπε τα φύλλα να ασπαίρουν
και τους στίχους να βουλιάζουν στο χώμα
να τυλίγονται σ΄ ένα νέφος Οδύσσειας.
Χαιρετούσαν τα δέντρα και σείονταν
χιλιάδες πουλιά σαν φλόγες πετάχτηκαν
και μια άγρια χαρά ορθώθηκε μέσα του.
Οι στίχοι μου, είπε, από στίχους
θυσία στο ανέφικτο, καίγονται.
Στο βάθος ταμπούρλα και γκάιντες
παιάνιζαν αγγέλλοντας δαιμονικά
μια νυχτωδία του θριάμβου αλλόκοσμη…