Ημιτελές άγαλμα ή Τέχνης εγκώμιον
Τι να ‘θελε ο γλύπτης
να βγάλει απ’ τα σπλάχνα της πέτρας
με τη σμίλη του χρόνου;
Λίγα φτερά μόνο λάξεψε
κι εκείνες τις χαρακιές
λυγμοί του απροσδόκητου…
Ποιος σαν αδέκαστος κριτής
τον σταμάτησε;
Ένας σεισμός
ο χορηγός
μια πλημμύρα;
Ή εκείνη που δεν ευδόκησε
να του υποταχτεί;
Μα όχι, όχι
είναι βέβαιο
πως άφησε τη μορφή του
να ίπταται στεριωμένη
στη ράχη των αιώνων
και στου πλήθους τα βλέμματα.
Ο καθείς να σμιλεύει
το ανεκπλήρωτο.
ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Κάποιοι ήλιοι που πάγωναν
τα πουλιά που πετούσαν
κάτι θάλασσες δειλινά σαν το αίμα
κι ένας θίασος μέσα κι εγώ
στην πρώτη μου κι έρημη πράξη
να υποκρίνομαι σκιές κι εμένα που ξόδευα
ανείπωτες λέξεις για εικόνες ανύπαρκτες.
Δεν ξέρω αν έπρεπε ή δεν έπρεπε
να περάσω τα δικά τους τα πάθη
ξέρω μόνο πως έλιωνα
ζυμάρι στα χέρια σας…
Δρόμοι, καράβια, ταξίδια μαζί
μα πάντα μας χώριζε κάτι.
Εσάς η αυλαία, ο δικός σας ο κόσμος
κι εμένα στης σκηνής μου το μέσα
να μαίνονται παράταιροι ρόλοι
οι μορφές μου κι οι μάσκες
κάθε μέρα θυσία στης ζωής σας
τον αέναο φόβο.
τα πουλιά που πετούσαν
κάτι θάλασσες δειλινά σαν το αίμα
κι ένας θίασος μέσα κι εγώ
στην πρώτη μου κι έρημη πράξη
να υποκρίνομαι σκιές κι εμένα που ξόδευα
ανείπωτες λέξεις για εικόνες ανύπαρκτες.
Δεν ξέρω αν έπρεπε ή δεν έπρεπε
να περάσω τα δικά τους τα πάθη
ξέρω μόνο πως έλιωνα
ζυμάρι στα χέρια σας…
Δρόμοι, καράβια, ταξίδια μαζί
μα πάντα μας χώριζε κάτι.
Εσάς η αυλαία, ο δικός σας ο κόσμος
κι εμένα στης σκηνής μου το μέσα
να μαίνονται παράταιροι ρόλοι
οι μορφές μου κι οι μάσκες
κάθε μέρα θυσία στης ζωής σας
τον αέναο φόβο.