Πριν σαραντίσει η Δέσποινα, οι γείτονές της ρίξανε τον φράχτη από το σπίτι της. Γυρνούσε η ψυχή της δυο βδομάδες γυρεύοντας τα ίχνη του, ψάχνοντας πού τελείωνε το βιος της. Σαράντα μέρες πέρασαν και κίνησε για τ’ άστρα. Ξέχασε φράχτες κι όρια, κι έφυγε λυτρωμένη. Κείνοι που πράξαν τ’ άδικο καμάρωναν ερήμην της για το κατόρθωμά τους, για ό,τι όσο ανέπνεε είχανε τόσο μάταια πασχίσει. Πού να ’ξεραν την ώρα που λυγίζανε τα σύρματα πως ένας άλλος φράχτης στο μυαλό τους υψωνότανε, ενόσω η ψυχούλα της ελεύθερη πετούσε.