“Οι τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι”
του Μάρτιν Μακ Ντόνα
“Η μορφή του νερού”
του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
Είναι και οι δυο υποψήφιες για τα φετινά Όσκαρ. Είναι και οι δύο άρτιες παραγωγές, έχουν αποσπάσει πλήθος βραβείων. Διαθέτουν και οι δύο ταλαντούχους, μη Αμερικάνους, σκηνοθέτες, άψογη φωτογραφία και εξαιρετικό καστ ηθοποιών.
Στις “Πινακίδες”, σε μια κλειστή εσωστρεφή αμερικανική επαρχία, μετά από τον βιασμό και τον φόνο μιας έφηβης, η μητέρα της παίρνει την υπόθεση στα χέρια της και προσπαθεί να αφυπνίσει την κοινή γνώμη. Νοικιάζει τρεις διαφημιστικές πινακίδες δρόμου και με μηνύματα σύντομα, εύληπτα και σοκαριστικά (διαφημιστική λογική και πρακτική…) εκθέτει και καταγγέλλει την αδράνεια και παραίτηση της τοπικής αστυνομίας από τις έρευνες. Στην πορεία θα έρθει αντιμέτωπη με δύο αστυνομικούς – αποκαλυπτικά δείγματα δυο πολύ συγκεκριμένων αμερικανικών νοοτροπιών,– με την τοπική κοινωνία, με την οικογένεια της, με την επιθυμία της για εκδίκηση. Πορεία που φιλοδοξεί να αποτυπώσει τις αντίρροπες δυνάμεις που συνέχουν αλλά και εκτροχιάζουν την αμερικανική κοινωνία, καθώς και τις αντιφατικές εσωτερικές δυνάμεις τόσο της ηρωίδας όσο και των δυο αστυνομικών.
Η “Μορφή του νερού”, ένα παραμύθι με στοιχεία φανταστικού, κατασκοπίας και lovestory, μας μεταφέρει σε ένα κυβερνητικό ερευνητικό κέντρο την ψυχροπολεμική εποχή, όπου μια μουγκή καθαρίστρια αναπτύσσει μια στενή σχέση με ένα αταξινόμητο αμφίβιο πλάσμα, αντικείμενο ερευνών, που διεκδικούν επίσης οι Ρώσοι. Η ίδια και οι περιθωριακοί φίλοι της θα εμπλακούν αυτόβουλα σε μια προσπάθεια απελευθέρωσης του και θα αντιμετωπίσουν τον σαδιστή κυβερνητικό πράκτορα, σκοτεινές κρατικές σκοπιμότητες και άτεγκτες, κυνικές νοοτροπίες.
Της πρώτης κεντρικός άξονας είναι οι υπόγειες διαδρομές που ακολουθούν, από τη μια η μητέρα, αντιμέτωπη με την απώλεια, την οδύνη, τις ενοχές, την εκδίκηση, και από την άλλη ο ρατσιστής αστυνομικός, αντιμέτωπος με τα τραύματα, τα ελλείμματα και τα συμπλέγματα του. Δυο άτομα με διαφορετικό σημείο εκκίνησης, μέχρι τη σύγκλιση και τη σύμπλευση τους προς τον όλεθρο ή τη σωτηρία τους.
Της δεύτερης το επίκεντρο προσωπικά το τοποθετώ στα λόγια της ηρωίδας: “Είμαι ατελής. Με βλέπει όπως είμαι και είναι χαρούμενος. Κάθε φορά είναι χαρούμενος”, στο σταθερό δηλ. αίτημα όλων μας:την αποδοχή από τον άλλον παρά τις αδυναμίες μας ή τη διαφορετικότητα μας, την ανακάλυψη της ταυτότητας μας μέσα από τα δικά του μάτια.
Και οι δυο ταινίες λοιπόν αφορμώνται, νομίζω,από ιδιαίτερα σημαντικές ιδέες, που είναι ικανές από μόνες τους να ενεργοποιήσουν συναισθηματικά και νοητικά τον θεατή. Όμως και στις δύο σχημάτισα την εντύπωση ότι η διαχείριση αυτών των δύο θεμάτων υπολείπεται της δύναμης που από μόνα τους διαθέτουν και δεν αποφεύγει ούτε τα γνωστά κλισέ, ούτε τη μανία του βαρυφορτωμένου σεναρίου, που συχνά χαρακτηρίζουν τα οσκαρικά φαβορί.
Διευκρινίζω ότι δεν απαξιώνω γενικώς τα Όσκαρ ούτε έχω τίποτα εναντίον συλλήβδην του αμερικανικού ή αμερικανότροπου κιν/φου, ίσα-ίσα αγαπώ ιδιαίτερα πολλές ταινίες του, άλλωστε ποτέ δε θα πάψω να θαυμάζω το εύρος και τις τεχνικές της ερμηνείας των αμερικανών ηθοποιών. Όμως έχω την εντύπωση ότι μεγάλο μέρος των παραγωγών με οσκαρικές φιλοδοξίες, ακόμη και πολλές πολύ αξιόλογες,όπως αυτές οι δυο, αναπαράγουν τα γνωστά κλισέ με πολύ ευφάνταστο τρόπο και εθίζουν το βλέμμα μας να αναζητά και να σταματά στο κραυγαλέο, το υπερβολικό, την overdose τραγικότητα ή συγκινησιακή φόρτιση, αυτό δηλ. που μας τονίζουν, υποδεικνύοντας μας το με το δάχτυλο και υποβάλλοντας μας ανεπαισθήτως σκέψεις και συναισθηματικές αντιδράσεις. Αποκτούμε ασυνείδητα ένα βλέμμα ανίκανο να ανακαλύπτει το υπαινικτικό, το υποβόσκον, το κρυμμένο, την αδιόρατη απόχρωση, αυτό που δεν προσεγγίζεται παρά μέσα από μια προσωπική συναισθηματική και νοητική λειτουργία.
Στην ταινία του Μακ Ντόνα είδα να συσσωρεύονται μύρια δεινά σε όλους τους ήρωες, που μάλλον αποδυναμώνουν το δυνατό θέμα, παρά το αιτιολογούν – ή, έστω, το κάνουν μέχρις εξαντλήσεως: εγκατάλειψη οικογένειας, μητρικές τύψεις, αυταρχισμός, παιδικά τραύματα, καρκίνος, αυτοκτονία, γράμματα του αυτόχειρα, που μας δίνουν σαν “μασημένη τροφή” τις υποδόριες εναλλαγές συναισθηματικών τοπίων των ηρώων και είναι ικανά (;) να αλλάξουν τις ζωές τους….
Στο παραμύθι του Ντελ Τόρο διέκρινα αρκετές μάλλον απλοϊκές ψυχαναλυτικές ιδέες, απλουστευτική κοινωνιολογική ανάλυση, συμπαθέστατες αντιρατσιστικές αναφορές, στερεοτυπικούς τύπους ανθρώπων με στερεοτυπική διάκριση σε καλούς και κακούς, lovestoryπεριθωριακών και το απαραίτητο πλέον ‘’τέρας’’ με την ευαίσθητη καρδιά – όλα κλισέ πολυφορεμένα χρόνια τώρα.
Δεν ξέρω αν νομιμοποιούμαι, ως απλός θεατής και όχι ως ειδικός,να αμφισβητήσω κάποια στοιχεία ταινιών που έχουν δεχθεί διθυράμβους από τη διεθνή κριτική, αλλά νομίζω ότι πολλές από τις ταινίες, που έχουν προσδοκίες οσκαρικών βραβείων, φροντίζουν – πέρα βέβαια από την άρτια σε κάθε τομέα παραγωγή – να ανταποκριθούν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο στις ανάγκες και απαιτήσεις ενός ευρέος κοινού, που αυτάρεσκα πιστεύει ότι είναι προοδευτικό και χρειάζεται μικρές δόσεις αυστηρής κριτικής – προσωπικής και κοινωνικής – ως άλλοθι για τις ενοχές του. Και επιπλέον επιδιώκουν να διαθέτουν μια αισιόδοξη “ανθρωπιστική” τελική διέξοδο, που τόσο έχει ανάγκη, και με το δίκιο του, ο σημερινός άνθρωπος, απελπισμένος από τα παγκόσμια πολιτικά αδιέξοδα, από την κυριαρχούσα κοινωνική αλλοτρίωση και από τη μίζερη πραγματικότητα του: ότι, παρά τη δική του παθητικότητα και σε πείσμα της παραίτησης του, το “καλό” τελικά θα νικήσει σε κάθε επίπεδο, ατομικό και συλλογικό.Έστω ως αμυδρή προοπτική, έστω ως μικρή ρωγμή σε ένα συμπαγές εχθρικό σύμπαν….
Τυχαίνει για την πρώτη ταινία να συμφωνώ απόλυτα, τη δεύτερη ταινία του Ντελ Τόρο δεν την έχω δει. Αλλά κρίνοντας από τον “Λαβύρινθο του Πάνα” διαισθάνομαι ότι θα συμφωνήσω και γι’ αυτήν.
Πολύ θα με ενδιέφερε η συμφωνία ή η διαφωνία!
Τον Λαβύρινθο του Πάνα δεν τον έχω δει.
παρ’΄ολο που δεν εχω δει τις δυο ταινιες θα συμφωνησω ως προς την ταση των αμερικανων σκνοθετων να βαραινουν τα θεματα τους με ολων των ειδων τα κακα. αυτη τη γευση μπυ ειχε αφξσει το million dolar baby,οπου η ηρωιδα ηταν ενα συγχρονος ιωβ. εχουν , θαρεις, το φοβο του κενου, που χαρακτηριζει κυριως τη λαικη τεχνη
Ακριβώς την ίδια ταινία θυμήθηκα κι εγώ όταν είδα τις ”Πινακίδες”!!! Πράγματι είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα βαρυφορτωμένου σεναρίου!
Εξαιρετική η κριτική σας για τις “τρεις πινακίδες”……. Συμφωνώ απόλυτα!!! ‘Οταν βγήκα απ’το σινεμά η πρώτη λέξη που μου ήρθε ήταν “Αμερικανιά” Μ’άρεσε βέβαια πάρα πολύ το Soundtrack της ταινίας!!! Ευχαριστώ!
Εγώ σας ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο σας! Ναι, κι εμένα μου άρεσε πολύ το soundtrack.