Σκέψεις πάνω στην ταινία του Γ. Λάνθιμου “Ο θάνατος του ιερού ελαφιού”
Σκηνικό απολύτως αναγνωρίσιμο: ένας επιτυχημένος χειρουργός ζει με την επίσης γιατρό γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά σε ένα μεγαλοαστικό πολυτελές σπίτι.
Στο αποστειρωμένο οικογενειακό τους περιβάλλον, ενταγμένο σε ένα εξίσου αποστειρωμένο και απρόσωπο αστικό τοπίο, οι οικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις έχουν αποστραγγιστεί από τους χυμούς τους, η αυταρχικότητα υποβόσκει, η ερωτική ζωή πλήττεται από συμπλέγματα και εμμονές.
Ένα νεαρό αγόρι εισβάλλει σ’ αυτήν την πραγματικότητα, αποκαλύπτει με αργή μεθοδικότητα την αποσιωποποιημένη ενοχή του γιατρού, αναλαμβάνει ρόλο θεού-εκδικητή και αποκτά δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στα μέλη της οικογένειας.
Η στάση του, η δράση του, τα γεγονότα(?) που προκαλεί(?) κλονίζουν τις βεβαιότητες του ορθολογισμού τους, τους μεταμορφώνουν από απαθείς σε εμπαθείς, σε ‘’πιστούς’’ και εντέλει σε θύματα, επιβάλλουν την οδύνη και τη θυσία ως εκδίκηση, ωθούν σε επώδυνες αποφάσεις και επιλογές. Οι εύθραυστες προσωπικές και οικογενειακές ισορροπίες θα ανατραπούν, η ‘’αψεγάδιαστη’’ κανονικότητα της οικογένειας θα αντικατασταθεί από πανικό, ικεσίες, τρόμο φυσικό και μεταφυσικό, μίσος – από όσα δηλαδή φρόντισε να προστατευτεί ορθώνοντας κομφορμιστικά και ορθολογιστικά στεγανά.
Δε νομίζω ότι η θεματική συγγένεια της ταινίας του Λάνθιμου και της τραγωδίας του Ευριπίδη ‘’Ιφιγένεια εν Αυλίδι’’ έχει καθοριστικό ενδιαφέρον, πέρα από το γεγονός ότι ενέπνευσε στον σκηνοθέτη έναν ευφάνταστο τίτλο. Οι προφανείς αντιστοιχίες άλλωστε εξαντλούνται γρήγορα, με δεδομένο ότι στην τραγωδία η θυσία πυροδοτεί την εξέλιξη του μύθου, λειτουργεί δηλ. ως αίτιο της εκδίκησης, ενώ στο σενάριο έρχεται ως κατάληξη της απόφασης εκδίκησης, συνεπώς ως συνέπειά της – διαφορά καθόλου δευτερεύουσα.
Στην πέμπτη ταινία του Λ. η αυστηρά αποστασιοποιημένη οπτική και η ιδιότυπη εκφορά του λόγου από τους ηθοποιούς, κατά τη γνώμη μου, υποχωρούν έναντι μιας ευκολότερα προσεγγίσιμης από τον μέσο θεατή εκδοχής τους – προσωπικά καλοδέχτηκα αυτή την εξέλιξη.
Ως καινοτομία επίσης εισέπραξα τον πρωταγωνιστικό ρόλο που αναλαμβάνει η ορχηστρική μουσική, χωρίς όμως να ‘’ντύνει’’ σκηνές ή να υπογραμμίζει καταστάσεις, ούτε να εκβιάζει τη συναισθηματική συμμετοχή. Η έντονη, βαρύνουσα παρουσία της λειτουργεί άλλοτε αντιστικτικά, κάποιες φορές παραπλανητικά και άλλες εντελώς αυτόνομα.
Ο φακός του Λ., πιο ‘’απελευθερωμένος’’ συγκριτικά, απομακρύνεται και υψώνεται
για να επιθεωρήσει τα τεκταινόμενα με απαθές και παντεποπτικό μάτι και την άλλη στιγμή πλησιάζει και κατεβαίνει, ταυτιζόμενος με το μάτι του ανθρώπου/θεατή, για να ακολουθήσει από πολύ κοντά πρόσωπα, δράσεις και αντιδράσεις.
Αν και το σινεμά του Λάνθιμου δεν αντιπροσωπεύει το σινεμά για το οποίο προσωπικά παθιάζομαι, εκτιμώ σ’ αυτόν την ικανότητα να εμπλέκει, να ‘’παίρνει μαζί του’’ τον θεατή χωρίς να επικαλείται το συναίσθημα του, το λανθάνον χιούμορ και την εντελώς υπαινικτικά σκωπτική ματιά του, τον σκληρό σχολιασμό του πάνω στην κοινωνική συνθήκη, τον σταθερό ανθρωποκεντρικό άξονα που διαπερνά τις ταινίες του, το συνεχώς ανανεούμενο αίτημα του για ελευθερία, υπευθυνότητα, αγάπη – θα μπορούσε κάποιος να δει και έτσι την παλλόμενη αιμάσσουσα καρδιά της εναρκτήριας σκηνής, αν θέλει σώνει και καλά να αποκωδικοποιεί τα σύμβολα.
ΕΦΗ ΦΡΥΔΑ (Δεύτερες σκέψεις για την ίδια ταινία)
Αντιστεκόμουν πεισματικά στις ταινίες του Λάνθιμου θεωρώντας ότι η υποδοχή που του επεφύλαξε μια μερίδα κριτικών και κοινού ήταν υπερβολική, ήταν κάτι σαν μόδα ενός περίεργου τύπου που ξεχωρίζει ανάμεσα στις συμβατικότητες που γυρίζονται τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον είμαι μελαγχολικός τύπος και σαν τέτοιος με βαραίνουν ιδιαίτερα οι ταινίες που εμμένουν στην αρνητική πλευρά του πολιτισμού μας. Όσο για τις αγριότητες, τις ανέχομαι μόνο στα ατμοσφαιρικά θρίλερ και σε ανώδυνες, ψεύτικες γαρ, σειρές τύπου CSI.
Αυτοί ήταν μερικοί από τους λόγους που μ’ έκαναν να αποφεύγω τον Λάνθιμο.
Είχα λάθος. Καιρό είχε να με εντυπωσιάσει τόσο μια ταινία. Ισχυροί συμβολισμοί, άψογη κινηματογράφηση, εξαιρετικές ερμηνείες, χαρακτήρες αρχέτυπα παρεκκλίσεων, εικόνες ομορφιάς και πλούτου σε πλήρη αντίθεση με τη νοσηρότητα και την ένδεια του εσωτερικού κόσμου. Τα πρόσωπα των παιδιών της οικογένειας, βγαλμένα από τις εικαστικές τέχνες (αναγνώρισα πίνακες – δείτε τα βουρκωμένα μάτια της μικρής κόρης όταν είναι στο μηχανάκι του 16άρη με τον οποίο συναντιέται ο πατέρας της, λεπτομέρεια από τον πίνακα του Carl Bryuillov The last days of Pompei / και ο γιος με το στοχαστικό πρόσωπο και τα μακριά μαλλιά, αγγελάκι, λες, βγαλμένο από τα φωτογραφικά έργα τέχνης των Eveleen Myers και Julia Margaret Cameron). Πληθώρα αναφορών σε διάφορα είδη τέχνης, δάνεια από την κλασική λογοτεχνία. Η ταινία αλλόκοτη, διεστραμμένη στα όρια του γελοίου – πάντα όμως το σώζει τελευταία στιγμή και καταφέρνει να μας ανατριχιάζει. Ακόμα και η μακαρονάδα που τρώει ο μυστηριώδης έφηβος – άγγελος εκδικητής, ο διάβολος προσωποποιημένος; – είναι φοβιστική. Υπαρξιακό θρίλερ, μια παραβολή της εποχής μας; Ταινία τρόμου;
Με το παιδί – η αθωότητα, το μέλλον – να θυσιάζεται και πάλι (βλ. επίσης Χωρίς αγάπη του Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ). Είναι άραγε αυτό το μήνυμα της εποχής;
Το φωτογραφικό υλικό από την ταινία είναι ελάχιστο και περιορίζεται στο διάσημο πρωταγωνιστικό ζευγάρι, οπότε, αν και πολύ θα το ήθελα, δεν μπορώ να μην κάνω μια αντιπαραβολή των προσώπων του Λ. με τη φωτογραφική τέχνη του 19ου αιώνα και την κλασική ζωγραφική (μολονότι έχω ήδη μαζέψει το υλικό αναφοράς – κάτι που ήταν πρόκληση για μένα). Αν δεν έχετε δει ακόμα την ταινία, εστιάστε στα πρόσωπα των παιδιών.