Άρχισα να ζω πραγματικά όταν γνώρισα τη γάμπα της Βέρας. Γάμπα γεροδεμένη, μονοκόμματη. Είχα αράξει δίπλα σ’ ένα παγκάκι στο παρκάκι της γειτονιάς και λιαζόμουν μισοκοιμισμένος. Με το που ανοίγω τα μάτια μου, να σου μπροστά μου η γάμπα-κολόνα. Τρόμαξα, έκανα να πεταχτώ, αλλά ήταν ακίνητη και μοναχική – δεν έβλεπα δεύτερη δίπλα της. Μαζεύτηκα σε στάση αναμονής και αναζήτησα την κάτοχο. Καθισμένη στο παγκάκι μια γυναίκα μεσήλικη, στιβαρή σαν τη γάμπα της, με κοίταζε. Δίπλα της ακουμπισμένο ένα δεκανίκι και μια νάιλον σακούλα. Μπήκα σε επιφυλακή έτοιμος να το σκάσω πριν φάω την κλωτσιά από τη γάμπα –κολόνα. Συνήθως έτσι γινόταν, ήμουν ακριβώς το αντίθετο από το χαριτωμένο γατί που φαντασιώνεται η ανθρώπινη ζωοφιλία. Μεγαλόσωμος και άγαρμπος, χρώμα απροσδιόριστο, μαύρο με διάσπαρτες σκουριές σα καμένος πάτος κατσαρόλας και για ουρά μια θλιβερή κοντή απόληξη – από ατύχημα ή από τη γέννα, δε θυμάμαι. Εκείνη όμως με κοίταζε, είπε δυο- τρεις λέξεις σε γλώσσα άγνωστη, έβγαλε από τη σακούλα ένα τάπερ και το έβαλε δίπλα μου. Μύρισα καχύποπτα, δεν ήταν ευτυχώς ψάρι – ποτέ δεν κατάλαβα τη μανία των γάτων με τα ψάρια. Το χέρι της ακούμπησε το κεφάλι μου, ένα φευγαλέο άγγιγμα ήταν, αλλά έφτανε.
Της αφοσιώθηκα αμέσως. Εδώ πρέπει να εξομολογηθώ ότι πάντα αυτό ήθελα: κάποιον να αφοσιωθώ. Καμιά σχέση με την πολυδιαφημισμένη ανεξαρτησία των γάτων, με την τάση αυτονομίας τους, με την απόμακρη και αινιγματική φύση τους. Από την πρώτη μέρα άρχισα να πηγαίνω πίσω της, την ακολούθησα μέχρι το σπίτι της και έμεινα να την περιμένω μέχρι την άλλη μέρα που βγήκε. Έγινε η καθημερινότητα μας αυτό. Την περίμενα το πρωί να βγει, μου ακουμπούσε το τάπερ – ποτέ με ψάρι – και μου έδινε ένα χάδι πάντα φευγαλέο. Μου μιλούσε πάντα στην άγνωστη γλώσσα της, αν και, απ’ ο,τι άκουσα αργότερα, ήξερε κάποια ελληνικά. Δεν καταλάβαινα τίποτα, μόνο δυο λέξεις ξεχώριζα να επαναλαμβάνονται, το ‘’Βέρα’’ που υπόθεσα ότι θα ήταν το όνομα της και κάτι που ηχούσε σαν ‘’λέκβι’’, ‘’λέκβι’’ και έλπιζα να ήταν επιτέλους ένα όνομα για μένα. Την ακολουθούσα καθημερινά μέχρι τη στροφή του δρόμου προσέχοντας μη μπλεχτώ στο δεκανίκι της και τη ρίξω. Και πάλι την περίμενα το απόγευμα εκεί στη στροφή, πηγαίνοντας πάλι με προσοχή δίπλα στη γάμπα της, για το σπίτι. Ποτέ δε μου είπε να μπω, αλλά κι εγώ δεν το τόλμησα. Ξάπλωνα στο χαλάκι φρουρός μπροστά στην πόρτα μέχρι το πρωί.
Στη γειτονιά με χάσανε, αλλά δε νομίζω να το πρόσεξε κανένας. Οι κεραμιδόγατοι μόρτες δε με γουστάρουν, γιατί έχω έναν φόβο για τις στέγες και αποφεύγω να πηγαίνω στις βόλτες τους. Δεν ήμουν ποτέ ιδιαίτερα ευλύγιστος ούτε ισορροπούσα εύκολα, ίσως να φταίει και η ουρά που λείπει. Κι ύστερα, δεν είμαι και καθόλου καυγατζής, οπότε δε μετρούσα ούτε για φίλος ούτε για εχθρός στις αιματηρές κόντρες τους. Όταν βγαίνουν να κυνηγήσουν, ομολογώ ότι δεν πιάνω πουλιά στον αέρα, όσο για τα ποντίκια, μου αρέσει να παίζω λίγο μαζί τους, αλλά με φοβούνται πολύ και τα αφήνω. Άλλωστε και οι θηλυκές οι γάτες δεν τρέχουν από πίσω μου, η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρξα ποτέ ιδιαίτερα ερωτύλος και λάγνος εραστής.
Έτσι λοιπόν αφοσιώθηκα στη Βέρα. Δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτήν, μόνο ότι ζούσε στο μικρό σπιτάκι μόνη της, έλειπε όλη σχεδόν τη μέρα , μιλούσε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα και μου είχε δώσει ένα δικό μου όνομα. Μου αρκούσε να την ακολουθώ πρωί-απόγευμα, να έχω το ταπεράκι μου – ποτέ με ψάρι -, να νιώθω το φευγαλέο άγγιγμα της, να την ακούω να με φωνάζει ‘’Λέκβι’’ και να ξαπλώνω τις νύχτες στο χαλάκι. Δε μ’ ένοιαζε που περίμενα μοναχός όλη τη μέρα, πήγα κάποιες φορές να ανοίξω παρτίδες με το σκυλί του παπά απέναντι, αλλά αυτός μου γαύγιζε απειλητικά πριν προλάβω να τον πλησιάσω. Από την πιάτσα χάθηκα οριστικά, κανείς δε με αναζήτησε και κανένα δεν αναζήτησα κι εγώ, μια χαρά ήταν η ζωή, ήταν τα πιο καλά μου χρόνια εκείνα. ‘’Λέκβι’’, Λέκβι’’, άκουγα και ξεκινούσε κάθε μέρα η γιορτή…
Ένα απόγευμα δε φάνηκε. Πήγα και ξαναπήγα μέχρι τη στροφή μήπως τη δω να έρχεται. Πουθενά. Ξάπλωσα στο χαλάκι και περίμενα να ξημερώσει. Θα φανεί, έλεγα, τώρα όπου να ‘ναι θα ακούσω τη φωνή της. Δε φάνηκε ούτε εκείνη τη μέρα, ούτε τις υπόλοιπες. Ποτέ ξανά. Κάθομαι όμως στην πόρτα και περιμένω, φεύγω για λίγο να βρω κάτι να φάω – ακόμα και ψάρι – και γυρίζω πάλι πίσω. Είμαι σίγουρος ότι θα της άρεσε να ξέρει ότι φυλάω το σπίτι. Μέχρι να γυρίσει.
Λέκβι στα γεωργιανά σημαίνει ‘’σκυλάκι’’
Τι όμορφο , τι τρυφερό, ευχαριστώ Γιούλη μας.