‘’Δική τους είναι η ζωή, πρέπει να τη ζήσουν όπως εκείνοι θέλουν’’ συνηθίζουν να διακηρύσσουν οι αυτοαποκαλούμενοι ‘’προοδευτικοί’’ και ‘’φιλελεύθεροι’’ ενήλικες όταν αναφέρονται στα νέα παιδιά· καταδικάζουν τα ιδεολογικά καλούπια στα οποία οι προηγούμενες γενιές συνήθως εγκλωβίζουν άμεσα ή έμμεσα τις επόμενες και αναγνωρίζουν πρόθυμα στους νέους το δικαίωμα της χειραφέτησης και της αυτοδιάθεσης βάσει προσωπικών κριτηρίων.
Έχουν επίγνωση ότι χρέος του ενήλικα, ειδικά του γονιού/ παιδαγωγού/εκπαιδευτικού, είναι να ανοίγει ορίζοντες, να διαπλάθει συνειδήσεις, να ωθεί στην αμφισβήτηση και στη κριτική θεώρηση των πάντων, να εξασφαλίζει το οπλοστάσιο που θα επιτρέψει στους νέους ανθρώπους να διαμορφώσουν το δικό τους μοντέλο ζωής. Ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται σκληρή κριτική ή ακόμη και απόρριψη του δικού τους μοντέλου, δηλώνουν πρόθυμοι να δεχτούν την απομυθοποίηση και την αποκαθήλωση τους, ως υγιή έκφραση της αυτόνομης πορείας των παιδιών ή μαθητών τους.
Δυο ταινίες που είδα πρόσφατα έγιναν αφορμή να επανεξετάσω τα παραπάνω με διάθεση αυτοκριτικής. Η πρώτη ‘’ The Kindergarden Teacher’’(2018), σε σκηνοθεσία της Sara Colangelo με την εξαιρετική Maggie Gyllenhaal, έχει πρωταγωνίστρια τη Λίσα, μια νηπιαγωγό που θα ήθελε να είναι ποιήτρια. Παρακολουθεί σεμινάριο ποιητικής γραφής, επιμένει να γράφει ποιήματα παρά τα ανεπιτυχή αποτελέσματα και προσπαθεί να μεταγγίσει λίγη ποίηση σε ένα κόσμο αντιποιητικό: στα παιδιά της (που είναι εντελώς αδιάφορα) και στους μικρούς της μαθητές. Όταν ανακαλύπτει πηγαίο ταλέντο στον 5χρονο Τζέρι, βάζει στόχο της να καλλιεργήσει την κλίση του, να διασώσει τη μοναδικότητα αυτού του χαρισματικού παιδιού.
Στην ουσία προσπαθεί να του επιβάλει αυτό που η ίδια θεωρεί ιδανικό γι’ αυτόν. Ο στόχος σταδιακά αποκτά διαστάσεις εμμονής στα όρια της νοσηρότητας: πάνω στον μικρούλη Τζέρι επενδύει δικές της φιλοδοξίες και απωθημένα, προσωπικές της ματαιώσεις και ανεκπλήρωτα όνειρα, παραβλέποντας την παιδικότητα του, τις ανάγκες και τις επιθυμίες του.
Η δεύτερη ταινία, ‘’
The State I Am In’’(2000), πρώτη ταινία του Christian Petzold, έχει επίκεντρο μια καθόλου τυπική τριμελή οικογένεια: η Κλάρα και ο Χάνς, παλιοί γερμανοί τρομοκράτες του αντάρτικου πόλης, ζουν για χρόνια μια ζωή μυστικότητας, παρανομίας και φυγής, συμπαρασύροντας σε αυτή και τη 15χρονη κόρη τους. Η έφηβη Ζαν, απομονωμένη, στερημένη, ευάλωτη, είναι παγιδευμένη στη ζωή που επέλεξαν οι γονείς της ερήμην της: δεν της επιτρέπεται τίποτα από όσα χαίρονται τα παιδιά της ηλικίας της, φιλίες, φλερτ, ψώνια, ένα δικό της δωμάτιο. Η επιλογή των γονιών της, που γι’ αυτούς ήταν επιλογή ζωής, έγινε η δική της φυλακή.
Προφανώς και οι δυο ταινίες αναφέρονται σε ακραίες περιπτώσεις που δεν ευνοούν την ταύτιση του θεατή, όμως και στις δύο οι επιλογές των ενηλίκων (ανεξάρτητα του αν και πόσο μας αντιπροσωπεύουν) δεν έγιναν τυχαία, το μοντέλο ζωής που επέλεξαν δεν υιοθετήθηκε αβασάνιστα ως συνέχιση αυτού που τους παραδόθηκε, ούτε κατόπιν επιβολής και καταναγκασμού, αλλά αντίθετα ήταν προϊόν ιδεολογικών αναζητήσεων, ρήξης με το κατεστημένο, ελεύθερης προσωπικής επιλογής. Επενδύθηκε με πίστη και προσήλωση και έγινε άξονας ζωής.
Από εδώ ακριβώς ξεκινά ο δικός μου προβληματισμός.
Eίμαστε πραγματικά έτοιμοι ως γονείς ή ως δάσκαλοι να δεχτούμε στην πράξη από τα παιδιά μας την αμφισβήτηση ή και την απόρριψη αυτών που θεωρούμε ιερά και όσια μας, που τα πιστεύουμε ως ‘’σωστά’’ και ‘’ιδανικά’’ και στα οποία στηρίξαμε τη ζωή μας; Έχουμε την ωριμότητα και το ψυχικό σθένος να σεβαστούμε τις επιλογές τους, ακόμη και αν είναι εντελώς αντίθετες από τις δικές μας, χωρίς να νιώσουμε αποτυχημένοι ή προδομένοι ; Ή μήπως η ‘’προοδευτικότητα’’ και ο ‘’φιλελευθερισμός’’ μας δεν είναι παρά μια ιδεολογική κατασκευή που τρέφει τις αυταπάτες μας, ένα προπέτασμα καπνού που κρύβει ανάγκη επιβεβαίωσης, παρωπιδική πίστη, εμμονική βεβαιότητα ότι κατέχουμε το αλάνθαστο;
*Η δεύτερη ταινία υπάρχει στο Cinobo