Η Έμι, καθηγήτρια Ιστορίας στο σύγχρονο Βουκουρέστι, κάνει σεξ με τον σύζυγο της. Ιδιωτικό, ‘’οικιακό’’ σεξ, που το ζευγάρι δείχνει να το απολαμβάνει και με κοινή συναίνεση το βιντεοσκοπεί. Το sex tape όμως διαρρέει στο διαδίκτυο και γίνεται γνωστό στον επαγγελματικό της χώρο, σε γονείς των μαθητών και σε συναδέλφους της· από εκεί αρχίζει ο άγριος κανιβαλισμός σε βάρος της…
Ο Ράντου Ζούντε (‘’Αφερίμ!’’2015, ‘’Σημαδεμένες καρδιές 2026, ‘’Αδιαφορώ αν καταγραφούμε στην Ιστορία ως βάρβαροι’’2018, ‘’Με κεφαλαία γράμματα’’ 2020), επέλεξε για τη νέα του ταινία την πιο πάνω προκλητική εισαγωγή, που μπορεί να σοκάρει πολλούς, στην ουσία όμως παρωδεί τα αμέτρητα
porn tape που κυκλοφορούν κατά κόρον ελεύθερα στο διαδίκτυο. Η συνέχεια της ταινίας είναι δομημένη σε τρία μέρη με χαρακτηριστικούς τίτλους που συνοδεύονται με την κατάλληλη χιουμοριστική μουσική υπόκρουση.
Στο πρώτο μέρος η Έμι πληροφορείται τη διαρροή του βίντεο και σπεύδει να συναντήσει την διευθύντρια του σχολείου της για εξηγήσεις. Περπατά στους δρόμους του Βουκουρεστίου δίνοντας την ευκαιρία στον φακό, που την ακολουθεί, να περιπλανηθεί στο άξενο περιβάλλον της βαλκανικής μεγαλούπολης, επιμένοντας στο κυκλοφοριακό χάος, στην εφιαλτική ηχορύπανση, στις σεξιστικές διαφημίσεις, στην χυδαία αισθητική της ‘’ανάπτυξης ‘’ και του ‘’εκσυγχρονισμού’’, στην συμπεριφορά πεζών και εποχούμενων, που η επιθετικότητα και η βία τους δε μπορεί να κρυφτεί ούτε από τις μάσκες – το απαραίτητο πια αξεσουάρ…
Το βιτριολικό χιούμορ, η σκληρή ειρωνεία, ο ωμός κυνισμός κυριαρχούν στο δεύτερο μέρος, όπου ο σκηνοθέτης , με το μικρό του ‘’λεξικό’’, επιλέγει να καταδείξει και να εικονογραφήσει όλες εκείνες τις έννοιες, που παραχαράσσονται στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Έννοιες όπως οικογένεια, ιστορία, εκπαίδευση, κουλτούρα, έρωτας, εκκλησία, δικαιώματα, φεμινισμός, κοινωνική αλληλεγγύη, που καθημερινά διαβρώνονται, διαστρεβλώνονται, διαφθείρονται, με τη συνενοχή/ανοχή/αδιαφορία της πλειοψηφίας. Ήδη από το δεύτερο μέρος ο υποψιασμένος θεατής αντιλαμβάνεται ότι το σκληρό πορνό δεν είναι οι ιδιωτικές σκηνές δυο ανθρώπων, αλλά η χυδαιότητα που χαρακτηρίζει τη δημόσια ζωή.
Αλλά ακόμη και αν δεν το έχει αντιληφθεί, έρχεται το τρίτο μέρος για να αποδείξει στην πράξη όσα μέχρι στιγμής ειπώθηκαν. Καθηγητές και γονείς, έξαλλοι για το βίντεο, κάνουν συνέλευση σε αποστάσεις και με τις μάσκες τους – οι επιλογές τους εικονογραφούν έξοχα την υποκρισία – για να συζητήσουν το γεγονός. Αμέσως όμως γίνεται φανερό ότι ήρθαν ως τιμητές της Έμι, διευρύνοντας το κατηγορητήριο και στο διδακτικό της έργο, για να την εξευτελίσουν δημόσια ως εκμαυλίστρια της αγνότητας των παιδιών τους και να προασπίσουν την κοινωνική ηθική και το μεγαλείο της Ρουμανίας. Ο εκφασισμός, ο σεξισμός, οι αγκυλώσεις στο παρελθόν, η παραποίηση της Ιστορίας, οι κοινωνικές ανισότητες και πάνω απ’ όλα η βαθιά υποκρισία δίνουν ρεσιτάλ…
Ο Ζούντε επιφυλάσσει στον επίλογο τρεις πιθανές εκβάσεις της πλοκής, ενισχύοντας έτσι τον πειραματικό χαρακτήρα που συνειδητά θέλησε να δώσει στην ταινία του. Ο θεατής καλείται να επιλέξει και να πάρει θέση, ανάλογα με τον ιδεολογικό οπλισμό του, τις ιεραρχήσεις και τις προσδοκίες του. Άλλωστε, αν είναι προσεκτικός, θα έχει διαπιστώσει ότι αυτό το, από πρώτη ματιά, άναρχο υλικό που έχει συσσωρεύσει ο σκηνοθέτης έχει ισχυρές, ρητές ή υπόρρητες, συνδέσεις, που ερμηνεύουν τις ατομικές συμπεριφορές, συναρτώντας τες με την κυριαρχούσα ιδεολογία, τη χρεωκοπία των θεσμών και τη διάλυση του κοινωνικού ιστού.
Η ωμή καταγραφή, η οξύτατη κριτική και η βαθιά αμφισβήτηση της βαλκανικής εκδοχής του καπιταλισμού που επιδιώκει ο Ζάντε, δεν αφορά βεβαίως μόνο αυτή τη γωνιά του πλανήτη. Ο θεατής θα ανακαλέσει αναπόφευκτα τη δική του εμπειρία και θα επιχειρήσει συγκρίσεις. Γιατί αυτό που περιγράφεται στην ταινία είναι η εικόνα του απανθρωποποιημένου κόσμου μας – με περισσότερο ή λιγότερο ‘’λούστρο’’ πολιτισμού. Είναι οι σύγχρονες κοινωνίες της ανισότητας, της μισαλλοδοξίας, της παντοδυναμίας του ψηφιακού κόσμου, της κατάργησης της ιδιωτικότητας, του κοινωνικού εξωστρακισμού, του εκχυδαϊσμού.
Είναι οπωσδήποτε ζοφερή η θέαση του κόσμου που προτείνει ο Ζάντε, γιατί ο ίδιος πιστεύει πως ‘’ο κινηματογράφος είναι η ασπίδα της Αθηνάς για να μπορέσουμε να αντικρύσουμε τη Μέδουσα, δηλ. τη φρίκη του κόσμου’’. Η ταινία του δεν αφήνει τίποτα όρθιο· προκαλεί συνειδητά, ακραία και κυνικά τους θεατές. Μήπως όμως κυνικός δεν είναι ο σκηνοθέτης, αλλά οι σιωπηρές πλειοψηφίες που συναινούν ή ανέχονται όσα εκείνος καταγγέλλει;