Να αποδράσεις από αυτό που συνήθισες να είσαι ή προσποιείσαι ότι είσαι ή σου υπαγορεύτηκε, από μια εικόνα σου που δεν αναγνωρίζεις πια, από μια ζωή που αναρωτιέσαι αν είναι η δική σου, από ένα κώδικα επικοινωνίας που κατέληξε για σένα ανεπαρκής. Να αφεθείς στην τυχαιότητα, στη σύμπτωση, που ίσως ανατρέψει τη συνήθη τροχιά σου και επιτρέψει αναπάντεχες συναντήσεις με άλλους πλάνητες βίους. Να προσεγγίσεις, να εμπιστευτείς ξανά, να βρεις αυτό που σε ενώνει με το διαφορετικό, το αλλότριο, που έρχεται από ένα σύμπαν που εσύ αγνοείς ή φοβάσαι.
Να ξαναζήσεις την ανεκτίμητη μοναδικότητα της στιγμής της συνάντησης, να σεβαστείς την εξαίσια ευθραυστότητα της και να δεχτείς με ευγνωμοσύνη ό,τι αυτή φέρει. Να ξαναμάθεις να αντέχεις την αντανάκλαση σου στο βλέμμα του άλλου και να τον αφήσεις να καθρεφτιστεί στο δικό σου. Να δεχτείς τις στιγμές της σιωπής, της πολύτιμης κοινής σιωπής ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, που ίσως κυοφορεί μια προσέγγιση· τις στιγμές της αμηχανίας, πολύτιμες κι αυτές, γιατί προδίδουν τους δισταγμούς, τις ανασφάλειες, τους φόβους σας, ό,τι πιο κρυφό κι ανομολόγητο.
Αφέσου να ακούσεις τον άλλον, αυτή την ξένη φωνή που μπορεί να ηχεί παράφωνη στη δική σου ηχητική κλίμακα, αλλά που ίσως η τονικότητα της ξυπνήσει μέσα σου ήχους πρωτόγνωρα απελευθερωτικούς. Επίτρεψε στη μοναξιά του άλλου να σταθεί δίπλα στη δική σου, να πορευτούν πλάι-πλάι οι δυο οι μοναξιές· και μην αναρωτηθείς για τον προορισμό και τη διάρκεια αυτής της συμπόρευσης. Αντάλλαξε τα μυστικά σου με τα δικά του, τη μελαγχολία σου με τη δική του, τα τραγούδια σου με τις ζωγραφικές του, χωρίς τη δικλείδα ασφαλείας της απόστασης, χωρίς πιστοποιητικά αποδοχής ή μονιμότητας. Άσε τα συναισθήματα σας να ξεδιπλώσουν χαμηλόφωνα όλες τις αδιόρατες αποχρώσεις τους και φύγε μαζί του για μια εκδρομή ιαματική.
Δυο ταινίες που παίζονται αυτές τις μέρες στους κινηματογράφους, μια ελληνική ‘’Μαγνητικά Πεδία’’ του Γιώργου Γούση και μια φινλανδική ‘’Βαγόνι αρ. 6’’ του
Juho Kuosmanen, γέννησαν μέσα μου τους παραπάνω συνειρμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δυο ταινίες μοιράζονται, εκτός από κοινό θεματικό άξονα, λιτότητα των τεχνικών μέσων, σύνδεση με κάτι παρελθοντικό, με κάτι πολύτιμο που χάθηκε, απεικόνιση του ψυχισμού των ηρώων στον εσωτερικό και εξωτερικό σκηνικό χώρο, λανθάνοντα ερωτισμό και λεπτό χιούμορ, ρεαλιστικούς αλλά και εξόχως υπαινικτικούς διαλόγους. Και οι δυο είναι ταινίες δρόμου με το τέλος του ταξιδιού ανοιχτό.
Δεν είναι στις προθέσεις μου να αξιολογήσω αναλυτικά τις ταινίες, ( και οι δυο άλλωστε, παρά τις κάποιες – κατά τη γνώμη μου – αδυναμίες, είναι ιδιαίτερες, ευαίσθητες, αφοπλιστικά συγκινητικές), αλλά να μοιραστώ τη σκέψη ότι ίσως οι παραλληλίες τους, τα βραβεία τους, η γενικότερη θετική υποδοχή τους δηλώνουν πως η πρωτοπόρα τέχνη, μέσα στο ασφυκτικό κλίμα και τη φενάκη των καιρών, εκφράζει μια εσώτατη ανάγκη, πριν αυτή γίνει συνειδητό και εκφρασμένο κοινωνικό αίτημα: την επιτακτική ανάγκη επαναπροσδιορισμού και επαναξιολόγησης της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης.
Βλέποντας τις ταινίες είχα την αίσθηση ότι αποτελούν μια απάντηση στην κοινωνική καχυποψία και αποξένωση, στην προγραμματισμένη σε αμφίβολες εμμονές και επιδιώξεις καθημερινότητα, στην υπερέκθεση του ιδιωτικού σε κοινή θέα και στην ουσία στην κατάργηση του, στη ψευδεπίγραφη επαφή και επικοινωνία των κοινωνικών δικτύων, στην ερωτική στειρότητα των σύγχρονων σχέσεων, την υπερπροβολή της αυτοεικόνας ως επιβεβαίωση της ύπαρξης, στην κενότητα του υιοθετημένου μοντέλου ζωής που ακυρώνει την ατομικότητα και τον αυτοκαθορισμό και επικυρώνει την αγελαία σκέψη και συμπεριφορά.
Μένει να δούμε αν μπορούμε, σε μια εποχή που οι σχέσεις δημιουργούνται με όρους log in και log out σε ‘’προστατευμένες περιοχές’’, να πάρουμε το ρίσκο να επανεφεύρουμε τον εαυτό μας και να νοσταλγήσουμε τον άλλον.