Λιγνή, κλαράκι. Με ατίθασο κατσαρό και μάτι ανήσυχο. Με περίμενε κάθε Ιούνιο στο νησί, εμένα την πρωτευουσιάνα, να συνεχίσουμε τα μυστικά μας από κει που τα αφήσαμε το περασμένο καλοκαίρι. Πήγαινε μπροστά, αρχηγός λόγω εντοπιότητας και τσαγανού,κι εγώ από πίσω, οπαδός έκθαμβη.
Τα ερειπωμένα σπίτια του Όρμου, ο αχός από τις πιο άγριες φουρτούνες, η βαριά μυρωδιά απ’ τα ταμπάκικα ήταν τα δικά μας καλοκαίρια. Και τα πολύχρωμα γυαλάκια που μαζεύαμε.
Οι σαρωτικές ανήλικες χαρές μας. Και οι βαθιές, εφήμερες, μελαγχολίες. Μέχρι τον Σεπτέμβρη του χωρισμού. Που κάθε χρόνο έμοιαζε οριστικός.
Έναν Ιούνιο δεν τη βρήκα. Είχανε φύγει οικογενειακώς για Καναδά. Μετανάστες.
Γύριζα άεργη ανάμεσα στα μισοβυθισμένα ερείπια, έσερνα τα πόδια στους αφρούς της θυμωμένης θάλασσας, ματαιωμένη.
Και για πρώτη φορά μόνη.
Τη βρίσκω, δεκαετίες μετά, νύχτα σε τσιπουράδικο στο Βόλο. Φοράει ένα φουστάνι στο μπλε του κοβάλτιου, περασμένης μόδας,τα σγουρά της μαζεμένα. Μπροστά της το ποτήρι της.
Κοιτάζω αυτή τη γυναίκα. Τις σκληρές γραμμές του προσώπου, το πικρότατο στόμα, τα ψυχρά μάτια που αποκλείουν τον κόσμο.Τα χέρια της αγκαλιάζουν το κορμί της – μια κίνηση αυτοπροστασίας από αόρατους εχθρούς, μια εσωστρεφής τρυφερότητα.Σηκώνει το ποτήρι της. Μια κίνηση περήφανη, σχεδόν προκλητική.
Για ένα κλάσμα,το βλέμμα της με συναντά και, αδιάφορο, αποσύρεται.
Υπάρχει και διαχέεται μια μπλε θλίψη.