Δυο οικογένειες, δυο κοινωνικές τάξεις, δυο διαφορετικοί κόσμοι που έρχονται σε σύγκρουση. Οι Κιμ, μια τετραμελής οικογένεια πονηρών και ευρηματικών μικροαπατεώνων, ζουν στη ‘’σκοτεινή’’ πλευρά της σύγχρονης Σεούλ, στριμωγμένοι σε ένα άθλιο ημιυπόγειο φορτωμένο με χιλιάδες άχρηστα. Οι Παρκ, μια επίσης τετραμελής οικογένεια επιχειρηματιών, κατοικούν σε μια απλόχωρη μονοκατοικία μίνιμαλ αισθητικής, σε ένα πλούσιο προάστιο της ‘’φωτεινής’’ πλευράς της μεγαλούπολης, στη βιτρίνα της. Ο γιος των Κιμ πιάνει δουλειά στους Παρκ και, εξαπατώντας τους εύπιστους εργοδότες του, δημιουργεί σταδιακά ευκαιρίες για όλους τους δικούς του να εισχωρήσουν και να αλώσουν το σπιτικό των Παρκ ως μέλη του προσωπικού.
Η ‘’συνύπαρξη’’ αυτή υπογραμμίζει και οξύνει την ανισότητα μεταξύ τους, που εκφράζεται στις ποικίλες αντιθέσεις των δυο πλευρών: πέρα από την αντίθεση χώρων και όρων διαβίωσης τους, έρχονται στην επιφάνεια οι αντιθέσεις τους στις ανάγκες, στα συμφέροντα, στις επιδιώξεις, στη νοοτροπία και συμπεριφορά τους, ακόμη και στις μυρωδιές τους… Οι Κιμ υποδύονται επιτυχώς τους ρόλους τους, οι Παρκ αφελώς τους εμπιστεύονται, δεν παύουν όμως να τους υπενθυμίζουν το μεταξύ τους χάσμα – πράγμα που οι Κιμ υστερόβουλα κάνουν ότι αγνοούν. Μια αναπάντεχη όμως αποκάλυψη ανατρέπει ανεπιστρεπτί αυτή την ισορροπία τρόμου και προσθέτει έναν ακόμη ‘’εχθρό’’ για τους Κιμ… Η σύγκρουση είναι σφοδρή και αναπόφευκτη και πυροδοτεί συνεχείς εναλλαγές και ανατροπές μέχρι τα τελευταία λεπτά της
ταινίας. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει κάνει έκκληση στους θεατές να μην τις αποκαλύπτουν και φυσικά ούτε την – πολύ δυνατή, κατά τη γνώμη μου – κατάληξη. Το θεωρώ αυτονόητο και το τηρώ για όλες τις ταινίες.
Κωμωδία, σάτιρα, θρίλερ, τραγωδία; H ταινία παραμένει αταξινόμητη, ο σκηνοθέτης επιδιώκει τη σύνθεση των στοιχείων σε ένα μείγμα κυνικό βίαιο και καυστικό. Αν ο θεατής δε μείνει μόνο στο ευρηματικό, ανατρεπτικό σενάριο και στους κραυγαλέους συμβολισμούς, αλλά προσέξει κάθε ‘’ασήμαντη’’ ατάκα, κάθε μικρή κίνηση ή φευγαλέο βλέμμα, θα ανακαλύψει πολλούς υπαινικτικούς συμβολισμούς και θα βιώσει μια πνευματική και συναισθηματική εσωτερική περιπέτεια με εξίσου καταιγιστικές εναλλαγές. Θα παρακολουθήσει μια ταινία που δεν αρκείται σε έναν πολιτικό σχολιασμό ή σε μια καταγγελτική θέση, που αρνείται τον διδακτισμό και εξερευνά με τόλμη και διεισδυτικότητα τη διαπάλη των τάξεων, τονίζοντας πτυχές του θέματος που σπάνια επισημαίνουν οι λεγόμενες πολιτικές ταινίες.
Προσωπικά βρήκα την ταινία εξαιρετικά επίκαιρη, σε μια εποχή που επιδιώκεται να ‘’καταργηθούν’’ οι αντιθέσεις μεταξύ εχόντων και μη εχόντων και που η αντιπαλότητα και εχθρότητα των μη εχόντων μεταξύ τους είναι ήδη μια θλιβερή πραγματικότητα – και μια μεγάλη νίκη του συστήματος, ομολογουμένως… Το αν ο θεατής θα αξιολογήσει την ταινία θετικά, εξαρτάται, νομίζω, κατά πολύ από μια στοιχειώδη εξοικείωση του με την ιδιαίτερη κουλτούρα και τους κώδικες των κορεάτικων ταινιών, αλλά, πάνω απ’ όλα, από τον προσωπικό του ιδεολογικό προσανατολισμό. Όμως, ανεξαρτήτως, δε μπορεί παρά να σταθεί σε μια αλήθεια της ταινίας: κάθε πλευρά έχει τις μεγάλες ή μικρές ενοχές της, αλλά και οι δυο μετρούν αθώα θύματα.