“Κλέφτες καταστημάτων” του Hirokazu Koreeda (2018)
Η πίσω όψη, η άναρχη, η εκτός πλαισίου, λούμπεν όψη μιας αυστηρά δομημένης, αξιοθαύμαστα παραγωγικής, πρωτοπόρα ανεπτυγμένης κοινωνίας, της ιαπωνικής – και όχι μόνο αυτής.. – ενδιαφέρει τον Κόρεέντα στην ταινία του: άνθρωποι στερημένοι από κάθε εφόδιο (μόρφωση, ηθικό άξονα, ευκαιρίες, κοινωνική πρόνοια), που παλεύουν για την επιβίωση με μέσα κάθε άλλο παρά νόμιμα.
Μια πενταμελής άπορη οικογένεια που ζει σε μια αξιοθρήνητη παράγκα στις παρυφές του Τόκιο, περισυλλέγει ένα παραμελημένο και κακοποιημένο κοριτσάκι και του προσφέρει αυτό που ποτέ δε γνώρισε: αγάπη. Παρά τις ληστείες, τις απάτες, την πορνεία και τους φόνους, τα άτομα αυτά διαθέτουν ανεξάντλητα αποθέματα στοργής, τρυφερότητας, καλοσύνης, έχουν πλάσει δικούς τους ιδιόμορφους κώδικες ηθικής και βιώνουν μεταξύ τους δεσμούς αντισυμβατικούς. Μαζί με την αθλιότητα τους, συνυπάρχει η δική τους ακατανόητη για μας, ευτυχία. Πόσο τους αφήνουμε να τη ζήσουν; Πόσο τους ανεχόμαστε στον τακτοποιημένο κόσμο μας;
Η ταινία δεν κρίνει τους ήρωες, δεν ηθικολογεί, αλλά και δεν τους ωραιοποιεί, δεν τους αθωώνει, δεν επενδύει σ’ αυτούς για “εύκολο δάκρυ”. Ο Κορεέντα δεν φοβάται τη συγκίνηση, αντιθέτως την επιδιώκει, αλλά δεν τη συγχέει με τον εύκολο, “φιλάνθρωπο”, ευκαιριακό και εντέλει αποπροσανατολιστικό συναισθηματισμό που πλασάρεται αγρίως και από παντού στην εποχή της γενικής… παγοσμιοποίησης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι επιφυλάσσει σε όλες τις ταινίες του ιδιαίτερη θέση στα παιδιά και τους ηλικιωμένους, τις δυο πιο ευάλωτες συναισθηματικά (και όχι μόνο…) ηλικιακές ομάδες.
“Σινεμά ενσυναίσθησης, αποδοχής, καταγραφής της πραγματικότητας” χαρακτηρίζει ο ίδιος τις ταινίες του. Προσωπικά τις αγάπησα πολύ από τότε που είδα την πρώτη του, το “After life” του 1998. Στην ουσία, εκδοχές της ίδιας ταινίας γυρίζει επίμονα ο σκηνοθέτης (όπως όλοι οι σπουδαίοι τεχνίτες του κιν/φου): “Nobody knows” (2004), το αξέχαστο “Still walking” (2008), το λίγο πιο αδύναμο “Like father like son”, το πολύ δυνατό “The third murder” (2017, που παίχτηκε κι αυτό φέτος). Επίκεντρο όλων οι ανθρώπινες σχέσεις μέσα από το πρίσμα της οικογένειας, που με την παρουσία ή την απουσία της, τη λειτουργικότητα ή τις δυσλειτουργίες της, τους δεσμούς αγάπης ή τα αγεφύρωτα χάσματα, τα ανεκτίμητα δώρα της ή τα φριχτά εγκλήματα της, καθορίζει θετικά ή αρνητικά όλους μας. Της οικογένειας, ως πυρήνα και τροφοδότη και καθρέφτη της κοινωνίας από την οποία με τη σειρά της διαμορφώνεται.
Ο φακός του Κορεέντα είναι εξαιρετικά διεισδυτικός, η εικόνα διαυγής, τα χρώματα ζεστά. Αλλά στα “απλά”, από πρώτη εντύπωση, πλάνα του, η θέση των προσώπων, των σωμάτων, των αντικειμένων, των χώρων και η σχέση που ο σκηνοθέτης συνθέτει ανάμεσα τους, προδίδουν λεπτομερειακό σχεδιασμό και παράγουν καθαρή ποίηση.
Τα δίπολα που ενδιαφέρουν τις ταινίες του Κορεέντα – δίκαιο/άδικο,
ηθικό/ανήθικο, νόμιμο/παραβατικό, τιμωρία/ατιμωρησία, συμβατικό
/εναλλακτικό (και κυρίως η σχέση ανάμεσα στα δίπολα αυτά) –ξεβολεύουν, ενοχλούν, ανατρέπουν. Το σινεμά του προτείνει επαναπροσδιορισμό και αναθεώρηση βασικών δομών, σχέσεων και αντιλήψεων, όπως τις ξέρουμε και τις υποστηρίζουμε. Είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα σινεμά επαναστατικό – με τη μόνη ίσως εκδοχή που μπορεί να νοηθεί σήμερα μια επανάσταση.
ΥΓ: Όταν πριν λίγες μέρες είδα το “Ρόμα” του Cuaron, δεν μπόρεσα να αποφύγω τον πειρασμό της σύγκρισης των δυο παρόμοιων σκηνών παραλίας στις δυο ταινίες. Και σας βεβαιώνω ότι προτιμώ πολύ περισσότερο την αυτόνομη ευτυχία των ηρώων του Koreeda και την πηγαία συγκίνηση που εκπέμπει, από αυτήν που προέρχεται από την αναγνώριση της αυτοθυσίας της υπηρέτριας και τη “συμφιλίωση” (;) των τάξεων που, όπως γράφτηκε κατά κόρον, επαγγέλλεται….