Η λέξη, η παντοδύναμη και μυριάκριβη, εκτίθεται γυμνή ή πλουμισμένη, σημαίνουσα ή υποσημαίνουσα, προκλητική ή κρυπτική ή και παραπλανητική ενίοτε, αυτόνομη όμως, εκθαμβωτική και μονίμως ανυπεράσπιστη στα μάτια του αναγνώστη. Αυτός ανιχνεύει τις λέξεις, τις μετα-φράζει, τις αποκωδικοποιεί, άλλοτε επιβραδύνει, καθηλώνεται σε μια λέξη γοητευμένος, αιφνιδιασμένος, χτυπημένος στο κέντρο της συνείδησης ή του συναισθήματος και άλλοτε αφήνεται σ’ έναν ξέφρενο αναγνωστικό καλπασμό, συνεπαρμένος από τη μαγεία της ποιητικής πράξης. Πρόκειται για μια σχέση ερωτική.
Ο λογοτεχνικός λόγος είναι ένας απαιτητικός εραστής. Απαιτεί από τον αναγνώστη πλεόνασμα χρόνου, γλωσσική επάρκεια, ενεργητική ανάγνωση: ακοίμητη σκέψη, φαντασία ακόρεστη, συναισθηματική ετοιμότητα.
Ο Θρόνος του Αίματος, αριστουργηματική ελεύθερη διασκευή του σαιξπηρικού Μάκβεθ από τον Α. Κουροσάβα
Στις κινηματογραφικές ταινίες που αντλούν υλικό από λογοτεχνικά έργα, το μυθιστόρημα ή το διήγημα συρρικνώνεται αναγκαστικά σε ένα νέο κειμενικό είδος, το σενάριο, με δικούς του κανόνες και κώδικα. Στόχος του είναι, μέσα από τους διαλόγους, τις σύντομες περιγραφές και κάποιες βασικές οδηγίες, να μετασχηματίσει το λογοτέχνημα σε μια ροή φιλμικών εικόνων. Η εικόνα, παντοδύναμη κι αυτή, ‘’δείχνει’’ το σημαινόμενο, το παραδίδει έτοιμο στη θέαση. Ασκεί ακατανίκητη έλξη στον θεατή, σχεδόν υπνωτιστική, τον εμπλέκει εκόντα άκοντα σε σχέση ερωτική, πλην ανισότιμη: ο αμφιβληστροειδής ανταποκρίνεται άμεσα, το θυμικό κινητοποιείται, η φαντασία στέκει μάλλον παροπλισμένη, ο στοχασμός ακολουθεί με καθυστέρηση ή και παραλύει μουδιασμένος μπροστά στην ατέρμονη εναλλαγή των εικόνων. Αναμφίβολα ο κινηματογράφος, λόγω των πολλών διαφορετικών μέσων που διαθέτει (εικόνα, κίνηση, ήχο, λόγο – για να μη μιλήσουμε για τα τεχνολογικά εφέ…), προσφέρει στον θεατή περισσότερες διόδους προσέγγισης και επικοινωνίας με το έργο – δεν είναι τυχαίο λοιπόν το μεγάλο έλλειμμα του αριθμού των βιβλιόφιλων έναντι αυτού των κινηματογραφόφιλων.
Ψυχώ: ποιος θυμάται ότι ο Χίτσκοκ στήριξε την εμβληματική ταινία του σε έργο του Ρόμπερτ Μπλοχ;
Τυχαίνει να αγαπώ με πάθος και τις δυο τέχνες και έχω την πεποίθηση ότι και οι δυο ζητούν από τον αναγνώστη/θεατή μια προσωπική σχέση ελευθερίας και ευθύνης. Η καλλιτεχνική δημιουργία απευθύνεται στον καθένα χωριστά και αυτός θα την προσλάβει και θα την ερμηνεύσει σε απόλυτη συνάρτηση με τις δικές του συνιστώσες και τη δική του οπτική. Ο αναγνώστης ή ο θεατής συνδιαλέγεται με το βιβλίο ή την ταινία, στοχάζεται, συναινεί, απορρίπτει, φαντάζεται, συγκινείται, συγκλονίζεται, πλέκει αόρατα νήματα σύνδεσης με τους χαρακτήρες του έργου, ανακαλύπτει συγγένειες και απωθήσεις. Συνδημιουργεί και, πάνω απ’ όλα, απολαμβάνει. Ο βαθμός απόλαυσης και η τελική αξιολόγηση του έργου εξαρτώνται άμεσα από το βαθμό εξοικείωσης του με τους κώδικες της κάθε τέχνης. Ο κινηματογραφόφιλος που δεν έχει ανοίξει βιβλίο στη ζωή του δύσκολα θα παραδεχθεί προβάδισμα της Λογοτεχνίας έναντι του Κινηματογράφου, ενώ ο βιβλιόφιλος, που δίνει στο Σινεμά δευτερεύουσα θέση στις προτιμήσεις του, δε θα πάψει ποτέ συγκριτικά να το υποβαθμίζει, όσο κι αν εκτιμά κάποιους μεγάλους σκηνοθέτες.
Cosmopolis ή πώς να καταδικάζεις σε μονοδιάστατη ταινία το πολυδιάστατο βιβλίο του Ντον Ντελίλο…
Όποιος μοιράζει ισόποσα τον χρόνο και την αγάπη του και στις δυο τέχνες ξέρει καλά πως και οι δυο του προσφέρουν, ως αντίδωρο, ανεκτίμητα εργαλεία κατανόησης και νοηματοδότησης του εαυτού, του Άλλου, της ανθρώπινης κατάστασης. Και επιπλέον βιώνει τη χαρά μιας νέας προσωπικής δημιουργίας, που θα παραχθεί ως προϊόν της διαλεκτικής σχέσης του με το καλλιτεχνικό έργο και της ‘’ανάγνωσης’’ που του υπαγόρευσε ο ιδεολογικός και αισθητικός του οπλισμός. Ένα ‘’δικό του βιβλίο’’, μια ‘’δική του ταινία’’ – αυτά θα πάρει μαζί του για τη συνέχεια του ταξιδιού…
(Στο 2ο μέρος θα γίνει προσπάθεια ανάλυσης και αποτίμησης των τρόπων μεταφοράς της λογοτεχνίας στο σινεμά)