Η γόνιμη μήτρα της Λογοτεχνίας δεν έπαψε ποτέ να τροφοδοτεί τον κινηματογράφο με πλούσιο και πολύτιμο υλικό, όμως η μετατροπή ενός μυθιστορήματος σε σενάριο δε γίνεται ποτέ χωρίς απώλειες. Το πρώτο υφίσταται συνήθως αναγκαστική συρρίκνωση, με αποτέλεσμα η πλοκή να περιορίζεται στα – κατ’ επιλογή του σεναριογράφου – απαραίτητα γεγονότα και πρόσωπα. Η γραφή, και το προσωπικό ύφος του συγγραφέα είναι πιθανότατα στις πρώτες απώλειες και ακολουθούν με κίνδυνο αλλοίωσης ή και εξάλειψης, ο πλούτος των ιδεών, το βάθος των χαρακτήρων και, αρκετά συχνά, η δομή και η ατμόσφαιρα του πρωτότυπου.
Αν και πολλοί σκηνοθέτες αυτοπεριορίζονται με στόχο την κατά το δυνατό πιστή μεταφορά της πλοκής του βιβλίου, το κριτήριο της πιστότητας ακυρώνεται με δεδομένη την κοπτοραπτική που προηγείται κάθε μεταφοράς. Οι ταινίες αυτές καταλήγουν κατ’ επίφαση πιστές στο λογοτέχνημα και είναι στην πλειοψηφία τους από κακές έως απλώς αξιοπρεπείς, ανάλογα με τον βαθμό κατανόησης του πνεύματος του συγγραφέα από τον σκηνοθέτη και τον σεναριογράφο. Στην περίπτωση αυτή ο αναγνώστης/θεατής, όσο και να θέλει, ως οφείλει, να κρίνει το κάθε είδος τέχνης με βάση τους ιδιαίτερους κώδικες του, δεν αποφεύγει τη σύγκριση, που συνήθως λειτουργεί σε βάρος της ταινίας. Αντιθέτως ο ανυποψίαστος θεατής εγκλωβίζεται αναγκαστικά στην όποια ‘’ανάγνωση’’ του σκηνοθέτη και χάνει την ευκαιρία μιας άμεσης επαφής με τον συγγραφέα και τον λόγο του.
Ποιος αναγνώστης μπορεί να ισχυριστεί ότι ταινίες όπως πχ Ερωτας Στα Χρόνια Της Χολέρας, Ταπείνωση, Νόμος Περί Τέκνων, απέδωσαν στο ελάχιστο την ’’ξυλουργική της λογοτεχνίας’’ και τις μαγικές λεκτικές εικόνες του Μαρκές, την υπαρξιακή απογύμνωση και την πικρότατη ειρωνεία του Φίλιπ Ροθ, την ψυχρά συγκλονιστική ανάλυση του ψυχισμού από τον Μακ Γιούαν; Ή ότι όσοι είδαν τις ταινίες Περί Τυφλότητας, Αγαπημένη, Διαβάζοντας στη Χάννα, γνώρισαν αντίστοιχα τη συναισθηματική ένταση του μακροπερίοδου λόγου του Σαραμάγκου, τη μουσικότητα και την σπαρακτική γραφή της Τόνι Μόρισον, την πολυσημία των χαρακτήρων και τη δραματική ένταση του Μπέρνχαρντ Σλινκ; Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κούντερα αρνήθηκε να γυριστεί ταινία άλλο βιβλίο του μετά την εμπειρία της Αβάσταχτης Ελαφρότητας του Είναι…
Σε πολύ λιγότερες, αναλογικά, περιπτώσεις η ‘’πιστότητα’’ αποδίδει ωραίους έως εξαιρετικούς καρπούς και διακρίνονται οι ικανότητες των συντελεστών, ο σεβασμός, η συγκίνηση και η ευαισθησία τους στη διαχείριση του υλικού, η διάθεση να αναδείξουν το λογοτέχνημα, ακόμη και ένα άσημο ή μέτριο. Ταινίες όπως Ο Άγγλος Ασθενής του Α.Μινγκέλα (Μ.Ονταατζε), Το Τέλος Μιας Σχέσης του Νιλ Τζορνταν (Γκράχαμ Γκρην), Οι Ώρες του Σ.Νταλντρι (Μ.Κανινχαμ), Η Έρημος Των Ταρτάρων του Ζουρλίνι (Ν.Μπουτζάτι), Θα Χυθεί Αίμα του Π.Τ.Άντερσον (Α.Σινκλέρ) και οι αριστουργηματικές Αρμονίες Του Βερκμάιστερ του Μπέλα Ταρ (από τη Μελαγχολία Της Αντίστασης του Λ.Κρατζναχορκάι) είναι μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Είναι γνωστή επίσης η εξαιρετική ικανότητα των Άγγλων σκηνοθετών να μεταφέρουν στο σινεμά άψογα τους κλασσικούς τους, αλλά και των Ρώσων να αποδίδουν στην οθόνη την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα των δικών τους – και όχι μόνο – κλασικών και τη σύνθετη ψυχοσύνθεση των λογοτεχνικών ηρώων τους.
Η ιδανική όμως ‘’μετεγγραφή’’ της Λογοτεχνίας στον Κινηματογράφο είναι, κατά τη γνώμη μου, αυτή που δεν έχει φιλοδοξίες πιστότητας, αλλά προβάλλει ελεύθερα το όραμα που γεννήθηκε στο μυαλό του σκηνοθέτη διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα ή διήγημα, τις εικόνες που σχημάτισε, το αίσθημα που ένιωσε. Αν ο καλός σκηνοθέτης μπορεί να αναδείξει ένα καλό βιβλίο, ο μεγάλος δημιουργός δε διστάζει να παρεκκλίνει από το πρωτότυπο, ακόμη κι αν πρόκειται για ένα αριστούργημα, και να παραδώσει ένα έργο προσωπικό, αυτόνομο και αύταρκες, που θα διατηρεί, θα ενισχύει ή θα διευρύνει το πνεύμα του συγγραφέα με προεκτάσεις αδιανόητες. Αναφέρω ενδεικτικά: Στάλκερ και Σολάρις του Ταρκόφσκι πάνω σε νουβέλες των Στρουγκάτσκι και Λεμ, Χάος των Ταβιάνι από πέντε ιστορίες του Πιραντέλλο, Αποκάλυψη Τώρα του Κόπολα πάνω στην ιδέα της νουβέλας Η καρδιά του Σκότους του Τζ. Κόνραντ, Θάνατος στη Βενετία του Βισκόντι από το ομώνυμο έργο του Τόμας Μαν, Το Χρήμα του Ρομπέρ Μπρεσόν από τη νουβέλα Το κίβδηλο Χρήμα του Τολστόι, Ο Θρόνος Του Αίματος του Κουροσάβα πάνω στον σαιξπηρικό Μάκβεθ και πόσες ακόμη δυνατές κινηματογραφικές εμπειρίες…
Η επαφή και η συνάφεια με την Τέχνη σε όλες τις μορφές της, και ειδικά με αυτές της αφήγησης, είναι ευλογία και παραμυθία αναντικατάστατη. Όλοι έχουμε ανάγκη να μας αφηγούνται στο χαρτί ή στην οθόνη ιστορίες, κι ας μην είμαστε πια παιδιά. Ίσως γιατί τότε ‘’ξαναδιαβάζουμε’’ τον εαυτό μας και τη ζωή μας. Ίσως γιατί μόνο τότε οι ανομολόγητες ιστορίες, που ο καθένας συσσωρεύει μέσα του, τολμούν να αναδυθούν και να ενσαρκωθούν.
Η απλή και κατανοητή διατύπωση των σκέψεών σου πάνω στο συγκεκριμένο θέμα,
όπως και στις κριτικές σου σε ταινίες γενικότερα, πόσο αλήθεια κερδίζουν τον αναγνώστη,
σε αντίθεση με την διατύπωση στα κείμενα των διαφόρων “κριτικών” κινηματογράφου και άλλων μορφών τέχνης, που δεν ενδιαφέρονται να δώσουν στον αναγνώστη την άποψή τους για να σκεφθεί και να κατανοήσει, αλλά να εντυπωσιάσουν με τις “γνώσεις τους” και τελικά να τις κρατήσουν για τον εαυτό τους!
Η απλή και κατανοητή διατύπωση των σκέψεών σου πάνω στο συγκεκριμένο θέμα,
όπως και στις κριτικές σου σε ταινίες γενικότερα, πόσο αλήθεια κερδίζουν τον αναγνώστη,
σε αντίθεση με την διατύπωση στα κείμενα των διαφόρων “κριτικών” κινηματογράφου και άλλων μορφών τέχνης, που δεν ενδιαφέρονται να δώσουν στον αναγνώστη την άποψή τους για να σκεφθεί και να κατανοήσει, αλλά να εντυπωσιάσουν με τις “γνώσεις τους” και τελικά να τις κρατήσουν για τον εαυτό τους!
Σ’ ευχαριστώ πολύ, Θανάση. Αν πράγματι το καταφέρνω, δεν υπάρχει μεγαλύτερος έπαινος για μένα.