Ας το πάρουμε απόφαση όλοι, θιασώτες και πολέμιοι: ο Νέμες δεν έχει σκοπό να βάλει νερό στο κρασί του… Όπως και στον Γιό του Σαούλ, εξακολουθεί να ερευνά νέους τρόπους να πει την ιστορία του και δεν έχει καθόλου σκοπό να διευκολύνει τον θεατή στην κατανόηση της.
Σπανιότατα θα ακούσει κάποιος στις ταινίες του λόγο βαρυσήμαντο, επεξηγηματικό του νοήματος, αντιθέτως η εικόνα λειτουργεί συχνότατα όχι μόνο ως σημαίνον αλλά και ως σημαινόμενο. Ο ίδιος αποδοκιμάζει την επιδίωξη των σύγχρονων σκηνοθετών για εύκολη κατανόηση, ώστε να μην ζοριστεί ο θεατής. Ο Νέμες εμπιστεύεται το αισθητήριο και την κρίση του θεατή του.
Τις παραμονές του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, η Ίρις Λέιτερ έρχεται από την Τεργέστη στη Βουδαπέστη για να ξαναπιάσει το νήμα της ζωής της, που έσπασε όταν, νήπιο, έχασε τους γονείς της. Μέσα στην ανωνυμία της κοσμοπολίτικης πρωτεύουσας, προσπαθεί να πιάσει δουλειά στο διάσημο πιλοποιείο Λέιτερ που κάποτε ανήκε στην οικογένεια της και να βρει τον αδελφό της Κάλμαν, που την ύπαρξη του μαθαίνει μόλις τώρα.
Με ακλόνητη επιμονή και κλιμακούμενη ένταση η Ίρις επιδιώκει να ανακαλύψει την ταυτότητα της, να ψηλαφίσει το παρελθόν της, να χτίσει γέφυρες με τους άλλους και, κυρίως, θέλει να καταλάβει. Να καταλάβει αυτόν τον δραματικά μεταβαλλόμενο κόσμο, με την επίπλαστη ευμάρεια και την αυξανόμενη απελπισία, με την εξεζητημένη ομορφιά και την κρυμμένη ασχήμια, με τον ανέκφραστο πανικό αλλά και τις υποφώσκουσες ελπίδες.
Είναι η προσωπική οδύσσεια ενός ανθρώπου, πιο συγκεκριμένα μιας γυναίκας – μια και το φύλο έχει βαρύνουσα σημασία στο πλαίσιο της εποχής και του σεναρίου – με τους δικούς της ’’κύκλωπες’’: την άγνοια, τον φόβο, το εχθρικό περιβάλλον, τη μεταιχμιακή πραγματικότητα με τις αντίρροπες δυνάμεις και τις υπόκωφες δονήσεις, με ιδεολογίες που καταρρίπτονται και άλλες που αναδύονται. Μια νέα γυναίκα που δε διστάζει να δοκιμαστεί και να τολμήσει, να μεταπλαστεί εντός της, να επανατοποθετηθεί απέναντι στα πράγματα, να πάρει μέρος στο ‘’παιχνίδι’’.
Ο φακός του Νέμες εστιάζει μέσα από τα μάτια της ηρωίδας του ή την ακολουθεί από πίσω ασφυκτικά: βλέπουμε ο,τι βλέπει, ακούμε ο,τι ακούει, καταλαβαίνουμε ο,τι κι αυτή. Ο σκηνοθέτης ξεκινά από την ατομική ιστορία και ανοίγει τον ιδιόμορφο δικό του ‘’ευρυγώνιο’’ στην ευρωπαϊκή κοινωνία των αρχών του 20ου, με καταφανή την πρόθεση προβολής στη σύγχρονη: κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές, μια αίσθηση γενικής ανασφάλειας, μια απειλή καταστροφής να αιωρείται…
Η ηχητική μπάντα με τις φωνές, τους ήχους, τους ψίθυρους, ο γνωστός από τον Γιο του Σαούλ μετεωρισμός ανάμεσα στο είναι και το μη είναι, στην ύπαρξη και στην απουσία της,οι εναλλαγές ανάμεσα στο φως, το σκοτάδι καιτη σκιά, η εξαιρετική απόδοση του κλίματος της εποχής έχουν καθοριστική σημασία στις ταινίες του Ούγγρου σκηνοθέτη.
Να εξομολογηθώ ξανά ότι με συγκινεί εξαιρετικά ένα κομμάτι της σύγχρονης κινηματογραφικής παραγωγής: σκηνοθέτες από όλες τις χώρες με ταλέντο και έμπνευση, με ευαίσθητες κεραίες και ακέραιη συνείδηση , ο καθένας με τη θεματολογία και τις τεχνικές του, όλοι όμως ’’με λογισμό και μ’ όνειρο’’, μας καλούν να δούμε κατάματα τον κόσμο που ζούμε, να συνειδητοποιήσουμε αυτό το ‘’καινούριο’’ που κυοφορείται. Και δεν υπεραναλύουν, δε δείχνουν με το δάχτυλο, δεν καθησυχάζουν. Μας ζητούν, όπως ο Νέμες, να αγγίξουμε ‘’επί των τύπων των ήλων’’…