Ένας κουρασμένος ‘’πρίγκιπας’’, ένας ‘’φτωχός και μόνος καουμπόι’’ διασχίζει την έρημο του Αζερμπαϊτζάν με το τρένο του και ψάχνει στις φτωχογειτονιές του Μπαντού τη δική του ‘’σταχτοπούτα’’, τη γυναίκα που φορούσε το σουτιέν-φετίχ του…
Είναι ο Νουρλάν, οδηγός εμπορικού τρένου, ένας άνθρωπος καλοπροαίρετος και μοναχικός, που κατεβαίνει από το χωριό του για την καθημερινή ρουτίνα των δρομολογίων του μαζί με τον αλαφροΐσκιωτο βοηθό του. Το τρένο περνά σε απόσταση αναπνοής από τα φτωχόσπιτα, αναστατώνοντας τη ζωή των κατοίκων που ζουν κυριολεκτικά στις ράγες, και παρασύροντας απλωμένα ρούχα και μπάλες, που ο Νουρλάν, φιλότιμα, τα επιστρέφει κάθε βράδυ. Σε ένα του δρομολόγιο, περνώντας, καρφώνεται στο μυαλό του η αστραπιαία εικόνα μιας γυναίκας που κουμπώνει το γαλάζιο της σουτιέν. Όταν λοιπόν μια μέρα πριν από τη συνταξιοδότηση του βρει σκαλωμένο στο τρένο το ίδιο αυτό σουτιέν, βάζει μοναδικό του σκοπό να την ανακαλύψει.
Επινοεί χίλια δυο τεχνάσματα για να προσεγγίσει τις πιθανές κατόχους και να τις πείσει να δοκιμάσουν το σουτιέν. Μόνος του συμπαραστάτης και συνένοχος, ένας άστεγος και αδέσποτος πιτσιρίκος, ο Ασίζ, που είναι κι αυτός ένας άτυπος ‘’οδηγός’’ του ίδιου τρένου, που αναζητά κι αυτός την αγάπη, τη συντροφικότητα, την επαφή… Η εμμονική αναζήτηση του φέρνει τον Νουρλάν μπροστά σε μια πλούσια πινακοθήκη γυναικείων αντιδράσεων, όπου σκιαγραφούνται τόσο η γυναικεία ψυχολογία σε όλες τις προσδοκώμενες και απροσδόκητες εκφράσεις της, όσο και οι οικογενειακές και
κοινωνικές συνθήκες που λίγο πολύ τις διαμόρφωσαν.
Ο Γερμανός σκηνοθέτης επέλεξε μια εντελώς ιδιότυπη αφηγηματική τεχνική: απουσιάζει εντελώς ο λόγος. Την ιστορία αναλαμβάνουν να αφηγηθούν η έξοχη μουσική και οι ήχοι, τα εκπληκτικά τοπία, το μείγμα ρεαλισμού και σουρεαλισμού, η εκφραστικότητα των ηθοποιών, τα υπέροχα χρώματα, το υποδόριο χιούμορ αλά Τατί και Καουρισμάκι…
Παρά την κάποια χαλαρότητα της πλοκής στο μέσον της ταινίας, αυτό το ‘’παραμύθι για μεγάλους’’ εκπέμπει γοητεία και μαγεία. Η ποίηση της καθημερινότητας που εισπράττει ο θεατής όχι μόνο δεν τον αφήνει να ενοχληθεί από την απουσία του λόγου, αλλά και επιβεβαιώνει τους θαυμαστούς κώδικες
που εφευρίσκει η τέχνη για να κοινωνήσει την αλήθεια και την ομορφιά.
Το ανατρεπτικό τέλος, που κρατάει την τρυφερότητα χωρίς να την αφήνει να ξεφτίσει σε μελοδραματισμό, φαίνεται να θυμίζει ότι η ζωή έχει πάντα να σου δωρίσει – ακόμη και στο τέλος – ένα καινούριο νόημα, μια αναπάντεχη προοπτική, αρκεί να τα δεις, να μην τα προσπεράσεις, να μην αφήσεις ‘’να περάσει ένα ολόκληρο ποτάμι μέσα από τα δάχτυλα σου χωρίς να πιεις ούτε μια στάλα’’…