Η ηλικιωμένη κυρία στο απέναντι μπαλκόνι έχει μια λεμονίτσα. Την έβλεπα από το κρεβάτι μου τις μέρες της ακούσιας κατάκλισης, κάθε πρωί, εκεί γύρω στις 8, να βγαίνει για να την επιθεωρήσει. Δεν είχα ποτέ προσέξει ότι το μπαλκόνι της είναι γυμνό, δεν έχει άλλες γλάστρες, μόνο αυτό το δεντράκι στη γωνιά, δίπλα σ’ έναν κόκκινο κουβά και μια σκάλα γερμένη στον τοίχο. Κανένα πρωινό δεν έλειψε από το ραντεβού με τη λεμονιά της, την πότιζε, την άγγιζε, της χαμογελούσε, έριχνε πάνω της ένα νάιλον τις μέρες του κρύου, μπορεί και να της μιλούσε. Και ποτέ δεν κατάλαβε ποιος λαθραίος παρατηρητής περίμενε πώς και πώς και ζήλευε τα ραντεβού τους.
Όταν αργότερα προβιβάστηκα στον καναπέ του καθιστικού, το οπτικό μου ρεπερτόριο ανοίχτηκε στη θέα της άδειας αυλής του σχολείου απέναντι, με το μοναχικό πεύκο στη μέση και τον ιστό μιας ταλαιπωρημένης σημαίας. Ο χώρος είχε μια εκκωφαντική σιωπή, μια πανταχού παρούσα απουσία, μια ανησυχητική παραίτηση. Σκηνικό αποκαρδιωτικό για έγκλειστη τραυματία. Όμως τώρα πια
μπορούσα, έστω με το ‘’πι’’, έστω με προβληματικό αυχένα και ισχίο, να απολαμβάνω τη ‘’μοναξιά του δρομέα μακρινών αποστάσεων’’ διανύοντας το καθιστικό κατά μήκος, πήγαιν’-έλα, πήγαιν’- έλα, μετρώντας τις φορές και τις αντοχές.
Μέρες μετά, ανακάλυψα έκπληκτη ότι είχα αποκτήσει συγκάτοικο. Στην άδεια τρύπα του άχρηστου από καιρό εξαεριστήρα, είχε εγκατασταθεί ένα πουλάκι. Καλλίφωνος και λαλίστατος, ο μπαγάσας. Στην αρχή, μόλις με άκουγε να μπαίνω στην κουζίνα, σταματούσε απότομα και δεν ξανάρχιζε παρά μόνο στην απόλυτη σιωπή. Τον έβγαλα Κόρυ, σε ανάμνηση του κορονοϊού, και σιγά-σιγά με συνήθισε. Συνέχιζε τη φλυαρία του ακόμα κι όταν δούλευα στην κουζίνα. Ήθελα να πιστεύω ότι ο Κόρυ κι εγώ κουβεντιάζαμε και στις χαρούμενες τρίλιες του χρωστάω τις πρώτες χορογραφίες που επιχείρησα με τον φορητό μου νάρθηκα.
Τώρα πια που ο εγκλεισμός πήρε τέλος, όταν βγαίνει η ηλικιωμένη κυρία, την κοιτάζω στα κλεφτά, σα να της έχω κλέψει κάτι δικό της και ντρέπομαι. Αλλά κι εκείνη, με τόσες παρουσίες στα γύρω μπαλκόνια, φειδωλή τη βλέπω πια σε χαμόγελα και περιποιήσεις στη λεμονίτσα της. Στην αυλή του σχολείου λίγα παιδιά ξαναγύρισαν, αλλά κι αυτά περιφέρουν την εφηβεία τους αμήχανα, άκεφα και σαν ματαιωμένα. Κι ο Κόρυ, μόλις πρωτοβγήκα στη βεράντα και με πήρε
το μάτι του, πέταξε μακριά και δεν ξαναγύρισε. Φαίνεται αλλιώς την περίμενε τη συγκάτοικο.
18/5/2020