Ενοικιάζεται ευτυχία…
Αν αληθεύει αυτό που συχνά λέγεται, ότι η Ιαπωνία προπορεύεται στην τεχνολογία και εξέλιξη και ότι ο δυτικός κόσμος ακολουθεί με καθυστέρηση δεκαετίας, ίσως θα πρέπει να ανησυχούμε σοβαρά για το μέλλον των κοινωνιών μας. Πόσο μάλλον που οι δεσμοί με την παράδοση είναι χαλαροί έως και ανύπαρκτοι, ενώ στην Ιαπωνία, τη χώρα των εξόφθαλμων αντιθέσεων, η εμμονική προσήλωση στην παράδοση αποτελεί ίσως το αντίπαλο δέος για την αυτοματοποιημένη και προκατασκευασμένη ιαπωνική πραγματικότητα.
Η ταινία του Β. Χ., μυθοπλασία με στοιχεία ντοκουμέντου, αναφέρεται σε υπαρκτό φαινόμενο της ιαπωνικής κοινωνίας, που ήδη έχει εξαπλωθεί και σε άλλες χώρες. Η Family Romance LLC, είναι μια εταιρεία που ενοικιάζει τους υπαλλήλους της – ηθοποιούς και μη – για να αντικαθιστούν και να υποδύονται, σε οικογενειακές, επαγγελματικές και κοινωνικές στιγμές, απόντα πρόσωπα που η παρουσία τους κρίνεται απαραίτητη. Η εταιρεία έχει αυτή τη στιγμή 12 υπαλλήλους και 1200 ηθοποιούς συνεργάτες, με ανώτατο όριο 5 ρόλων ο καθένας. Ο Ίσι Γουίτσι, που πρωταγωνιστεί στην ταινία, είναι στην πραγματικότητα ο ιδιοκτήτης της.
Πάνω σε αυτή τη βάση στηρίχθηκε ο Χ. για να γράψει το δικό του σενάριο. Ο Ίσι, υπάλληλος της εταιρείας, μισθώνεται από μια ανύπαντρη μητέρα για να υποδυθεί τον άγνωστο πατέρα στη 12χρονη κόρη της. Εκείνος θα την προσεγγίσει, θα τη γνωρίσει, θα την κερδίσει και θα βρεθεί μπροστά σε μια πραγματικότητα που δεν μπορούσε να διανοηθεί. Ο θεατής παρακολουθεί την εξέλιξη της σχέσης αυτής και, αποσπασματικά , και τους άλλους πελάτες που έχουν ταυτόχρονα μισθώσει τον Ίσι. Αυτός υποδύεται ρόλους, ακούει τον πελάτη, του προσφέρει στοργή και παρηγοριά, επωμίζεται τις ευθύνες του. Ο πελάτης είναι ευτυχής ή αυταπατάται ότι είναι. Η εικονική ‘’ευτυχία’’ που του προσφέρεται επί αντικαταβολή, δείχνει να καλύπτει τις ανάγκες του. ‘’ Είμαι πολύ ευτυχισμένη που έχω ένα φίλο να μιλάω’’ λέει η μητέρα στον Ίσι. ‘’Μείνετε ήσυχη’’ απαντά αυτός ‘’πληρώνετε γι αυτό’’…
Με τρόπο λιτό, άμεσο και τρυφερό, που ούτε στιγμή δε γίνεται μελοδραματικό, με ύφος ψευδοντοκιμαντέρ, με την ψηφιακή κάμερα ‘’στο χέρι’’ (‘’η ουσία της ιστορίας υπαγορεύει τη μορφή της’’), ο Χ. μιλάει για την αλήθεια του, τους φόβους του, την ελπίδα του, που ταυτίζονται με σκέψεις, ανησυχίες, συναισθήματα πολλών από μας. Μιλάει για τη μοναξιά ‘’που έρχεται κατά πάνω μας’’, που ήρθε ήδη, που τη βιώνουμε ήδη στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, αν και εμείς καταφεύγουμε (ακόμη…) σε τρόπους λιγότερο ανοίκειους και ψυχρούς για να την ξορκίσουμε. Όμως οι σχέσεις οι προκατασκευασμένες, οι διαδικτυακές φιλίες, η ψευδαίσθηση συντροφικότητας, η υποκατάσταση της χαράς, της λύπης, του πόνου από μία πλαστή απεικόνιση τους, προδίδουν – είτε το δεχόμαστε είτε όχι – μεγάλη υπαρξιακή ερημία.
Αυτή η εικονική ‘’ευτυχία’’, που κραυγάζει στην πραγματική και στη διαδικτυακή ζωή, δείχνει να είναι ικανή να δώσει περισσότερη ευχαρίστηση και να καλύψει περισσότερες ανάγκες απ’ ο,τι η πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να είναι πιο επιθυμητή από αυτήν. Όμως η αγάπη δεν είναι μέσα στο πακέτο, ούτε γι’ αυτόν που το πουλάει ούτε γι αυτόν που το αγοράζει. Δεν την υπολόγισαν, όμως η ανάγκη γι αυτήν είναι παντοδύναμη. Εκείνη έχει πάντα το πάνω χέρι. Και οι δύο ‘’συμβαλλόμενοι’’ ανακαλύπτουν κάποια στιγμή ότι ούτε μπορούν να την εισπράξουν, ούτε μπορούν πια να τη βιώσουν στην πραγματική ζωή. Και τότε όλο το σαθρό οικοδόμημα καταρρέει…
ΥΓ Ο Χέρτσογκ δε μας δίνει μια μεγάλη ταινία, αγγίζει όμως βαθιά την ψυχή μας. Είμαι πολύ περίεργη πώς θα αντιδρούσαν οι πολύ νέοι άνθρωποι αν έβλεπαν την ταινία…