Σύγχρονοι Άθλιοι…
‘’Η ζωή στα παρισινά προάστια απέχει πολύ από αυτό που δείχνει η τηλεόραση. Στο ‘’γκέτο’’ προσπαθούμε να συνυπάρξουμε 30 εθνότητες, πράγμα πολύ δύσκολο όταν παλεύουμε για την επιβίωση. Οι αστυνομικοί δεν έχουν οι περισσότεροι τη σωστή μόρφωση και ζουν και οι ίδιοι σε δύσκολες συνθήκες στην ίδια γειτονιά. Υπάρχει καλό και κακό σε όλες τις πλευρές. Η ταινία μου είναι ανθρωπιστική και πολιτική. Καταγγέλλει το σύστημα στο οποίο όλοι πέφτουν θύματα’’
Με αυτά τα λόγια παρουσιάζει ο Λαντζ Λι την ταινία του, που κέρδισε το Βραβείο της Επιτροπής στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών, το βραβείο κοινού στις αθηναϊκές Νύχτες Πρεμιέρας και είναι η πρόταση της Γαλλίας για το Όσκαρ. Η ταινία καταγράφει τις σκληρές συνθήκες του υποβαθμισμένου παρισινού προάστιου Μονφερμέϊγ – γνωστότατου από το διάσημο ομώνυμο έργο του Β. Ουγκώ – στο οποίο μεγάλωσε και ζει ο ίδιος ο σκηνοθέτης και του αφιέρωσε όλες τις μικρού μήκους ταινίες του.
Στο τοπικό αστυνομικό τμήμα μετατίθεται ο Στεφάν, ένας νέος έντιμος αστυνομικός, που συμπληρώνει μια ομάδα περιπολίας μαζί με τον εριστικό και βίαιο Κρις (με το παρατσούκλι ‘’Ροζ Γουρούνι’’) και τον μαύρο, ντόπιο Γκουάντα, διχασμένο ανάμεσα στη δουλειά του και την καταγωγή του. Η καθημερινότητα είναι σκληρή, η επιβολή της τάξης εξαιρετικά δύσκολη. Σε ένα βίαιο επεισόδιο τραυματίζεται σοβαρά ένα παιδί με υπαιτιότητα ενός αστυνομικού. Το γεγονός καταγράφεται από το drone ενός άλλου παιδιού και αστυνομία και τοπικές συμμορίες αποδύονται σε αγωνιώδη αναζήτηση του επίμαχου βίντεο, η μεν για να μην εκτεθεί, οι δε για να την εκβιάσουν.
Ο Λι ξέρει από μέσα την πραγματικότητα της γειτονιάς του, που είναι λίγο-πολύ ίδια με αυτήν της περιφέρειας όλων των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, και την απεικονίζει με νεύρο, γρήγορους ρυθμούς και ντοκιμενταρίστικο ρεαλισμό, εκμεταλλευόμενος μια πολύ έξυπνη σεναριακή ιδέα. Ο φακός του κινείται με μεγάλη άνεση και ευελιξία στις σκηνές του πλήθους, καθυστερεί στα πρόσωπα των ηρώων του, κορυφώνει την ένταση στις στιγμές της δράσης. Τα πικρά προσωπικά του βιώματα και το πάθος για το θέμα του τον παρασύρουν λίγες φορές σε κάποιο διδακτισμό και σκηνοθετική ‘’έπαρση’’, αλλά του τα συγχωρείς, γιατί του αναγνωρίζεις ότι ξέρει πολύ καλά να ‘’σε παίρνει μαζί του’’…
Μαύροι, μουσουλμάνοι, ρομά συνυπάρχουν δύσκολα στο Μονφερμέϊγ, οργανωμένοι σε συμμορίες και φατρίες, ισορροπώντας στην κόψη του ξυραφιού με την αστυνομία και μεταξύ τους, μέσα σε συνεχή αστυνόμευση, με προκλήσεις εκατέρωθεν, με αναμετρήσεις για τον έλεγχο της περιοχής, με αστυνομικές μεθόδους ‘’ανορθόδοξες’’… Οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες, η ισορροπία συνεχώς ανατρέπεται, η βία γίνεται καθημερινή πρακτική.
Ο θεατής κάνει αυτόματα μελαγχολικές αναφορές και συγκρίσεις με την εποχή του διαχρονικού έργου του Β. Ουγκώ και θυμάται με συγκίνηση το εμβληματικό ‘’Μίσος’’, την ομολογουμένως αξεπέραστη ταινία του Κασσοβίτς (1995). Μέσα στο πέρασμα των χρόνων και των εποχών, πόσο άφησαν πίσω τους οι κοινωνίες την ανισότητα, την αδικία, την περιθωριοποίηση, την εξαθλίωση των ασθενέστερων τάξεων; Πόσο περήφανες δικαιούνται να είναι οι σύγχρονες δημοκρατίες για την εικόνα στις ‘’πίσω σελίδες’’ της πολυδιαφημισμένης προόδου;
Οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες, η συνύπαρξη διαφορετικών εθνοτήτων, θρησκειών, πολιτισμών, είναι πια γεγονός, είτε μας αρέσει είτε όχι. Οι καιροί, οι συνθήκες, οι γεωπολιτικές συγκυρίες δε μας ρωτούν. Η ωμή αστυνόμευση, η καταστολή, η βία είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η νέα αυτή πραγματικότητα; Η πείρα αιώνων δε στάθηκε ικανή να διδάξει ότι η μισαλλοδοξία και η βία απαντώνται με βία, ανακυκλώνονται, γίνονται ιδεολογία, νομιμοποιούνται, στοιχίζουν εκατομμύρια ζωές;
Μέσα σε αυτό το κλίμα γαλουχούνται τα παιδιά στις παρυφές των σύγχρονων μεγαλουπόλεων: στοιχειωμένα εξ απαλών ονύχων από τον αγώνα επιβίωσης, μπολιασμένα με αίσθημα αδικίας και μίσους, εθισμένα στην επιθετικότητα και τη βία, πάντα όμως παιδιά. Παιδιά ευάλωτα κι ανασφαλή. Πόσο άραγε θα έχουμε το άλλοθι της άγνοιας, αν αύριο-μεθαύριο μέσα από ένα τέτοιο εκκολαπτήριο βγουν οι ‘’επαναστάτες με αιτία’’;