Δυο έξοχα βιβλία που διάβασα πρόσφατα (‘’Το Πόδι της Φουμίκο’’ του J. Tanizaki και ‘’Το Γκάρντεν Πάρτι’’ της Katherine Mansfield) μου θύμισαν ακόμη μια φορά την ομορφιά και τη δύναμη της λογοτεχνικής περιγραφής και μου έδωσαν την αφορμή να συνειδητοποιήσω πόσο λείπει η τελευταία από την πλειοψηφία των βιβλίων των τελευταίων ετών. Άλλωστε, μεγάλο ποσοστό των σύγχρονων αυτοαποκαλούμενων βιβλιόφιλων προσπερνά ανυπόμονα τις περιγραφές ως εντελώς περιττές.
Αν, με έναν αυθαίρετο συνειρμό, παραλληλίσουμε τη λογοτεχνική περιγραφή με τις στατικές ή μεγάλης διάρκειας λήψεις και την αργή κίνηση της κάμερας στον κινηματογράφο – που χαρακτηρίζουν όλους σχεδόν τους Μεγάλους Δημιουργούς, αλλά και αρκετούς σύγχρονους – θα διαπιστώσουμε την ίδια αδιαφορία από την πλευρά του σύγχρονου κοινού. Το ενδιαφέρον της πλειοψηφίας για τις λεγόμενες ‘’αργές’’ ταινίες είναι σχεδόν ανύπαρκτο.
Και στις δυο περιπτώσεις ο αναγνώστης/θεατής καλείται να ακολουθήσει την επιλογή του δημιουργού για επιβράδυνση του χρόνου της αφήγησης, να ενσωματωθεί στον περιγραφόμενο χώρο και να έρθει σε στενότερη συνάφεια με πρόσωπα και πράγματα, να τα παρατηρήσει και κυρίως να συμμετάσχει ο ίδιος: να νιώσει και να σκεφτεί. Διαδικασία μάλλον ‘’κουραστική’’ και ‘’βαρετή’’ για τον σύγχρονο αναγνώστη/θεατή, μια και η δράση απουσιάζει ή επιβραδύνεται…. Εκείνος προτιμά να κυνηγά την αφήγηση κατά πόδας, με κύριο ενδιαφέρον την κατάληξη της πλοκής στην τελευταία σελίδα ή σκηνή….
Δεν είναι τυχαίο, νομίζω: δεν υπάρχει χρόνος και διάθεση για την απόλαυση και την επεξεργασία των εικόνων που η περιγραφή, λογοτεχνική και κινηματογραφική, προσφέρει. Ο σημερινός άνθρωπος δεν παρατηρεί πια τις εικόνες, τις καταναλώνει άπληστα. Ακόμη και στην καθημερινότητα του κοιτάζει, αλλά δεν βλέπει τον χώρο, τα πρόσωπα, τα πράγματα· τα προσπερνά ασθμαίνοντας και χάνει εντελώς την επαφή μαζί τους. Η εστίαση της προσοχής, η παρατήρηση και η συνακόλουθη επεξεργασία των πληροφοριών αποφεύγονται, θεωρούνται χρονοβόρες και άχρηστες, ειδικά στη τέχνη. Η σκέψη σήμερα καταλήγει να θεωρείται κουραστική και τις αιτίες τις ξέρουμε λίγο πολύ όλοι…
Κι όμως η περιγραφή καθορίζει το ύφος του δημιουργού και αποτελεί τρόπο προσωπικής γραφής, λογοτεχνικής και κινηματογραφικής. Μέσα από τις επιλογές του λογοτέχνη ή του κινηματογραφιστή όσον αφορά στο ‘’τι θα περιγράψει’’, και ‘’πώς θα το αποδώσει’’, υποδηλώνονται με τον πιο αδιάψευστο τρόπο η αισθητική και πνευματική εμπειρία που επιδιώκει να μεταφέρει στον αναγνώστη/θεατή, η προσωπική του ‘’φωνή’’, η ιδιαίτερη οπτική του απέναντι στη ζωή. Η περιγραφή στην τέχνη δεν είναι στην ουσία ποτέ πιστή μίμηση του πρωτότυπου και ασφαλώς ποτέ ‘’αντικειμενική’’ – αυτό άλλωστε την κάνει τόσο ενδιαφέρουσα…
Ο αναγνώστης/θεατής εισχωρεί στην ατμόσφαιρα, ‘’βλέπει’’ με τα μάτια κάποιου άλλου, του δημιουργού, αποκωδικοποιεί τις προθέσεις του, αποκτά πρόσβαση στον ψυχικό του κόσμο. Ταυτόχρονα ανακαλεί τις προσωπικές του εμπειρίες και μνήμες και συνθέτει σε μια νέα σύνθεση τα εξωτερικά ερεθίσματα, που έχει δεχτεί μέσα από τη δίοδο των αισθήσεων, με τα εσωτερικά δικά του δεδομένα. Αυτή η νέα σύνθεση, που αποτελεί προϊόν της μοναδικής, αυστηρά προσωπικής, διαλεκτικής του σχέσης με το έργο τέχνης, είναι η πολύτιμη σκευή και η μυστική χαρά του.
* Ο τίτλος του άρθρου είναι δάνειος από τον ομώνυμο τίτλο του βιβλίου του Αργύρη Χιόνη με ‘’ποίηση δωματίου’’