Είναι δυνατόν σήμερα, την εποχή των multicinema και του Netflix, η πρώτη, κάθε άλλο παρά διασκεδαστική, 4ωρη κινέζικη ταινία του άγνωστου 29χρονου Χου Μπο, να γεμίζει ασφυκτικά μια αίθουσα για 4 συνεχείς βδομάδες; Συνοδεύεται βέβαια από φεστιβαλικές βραβεύσεις, διθυραμβικές κριτικές και τον μύθο της αυτοκτονίας του σκηνοθέτη μετά το γύρισμα. Αρκούν όμως αυτά για να καθηλώσουν επί 4 ολόκληρες ώρες ένα ανόμοιο ηλικιακά κοινό;
Σε μια επαρχιακή πόλη της σύγχρονης Κίνας συναντώνται για 24 ώρες οι ζωές 4 ανθρώπων εντελώς διαφορετικών, ενός μαθητή, ενός ηλικιωμένου, ενός λούμπεν τύπου και μιας έφηβης. Άτομα στην ουσία μοναχικά και αποσυνάγωγα, θα αναζητήσουν απεγνωσμένα μια διαφυγή από την ασφυξία και το αδιέξοδο που βιώνουν γύρω τους και μέσα τους.
Οικογένειες σε αποσύνθεση, σχέσεις επιδερμικές ή εχθρικές, βία κάθε είδους, σαθροί θεσμοί, ηθική σήψη – οι ήρωες δέχονται την απόρριψη και γίνονται μάρτυρες/θύματα μιας απανθρωποποιημένης πραγματικότητας, μιας βαθιάς αλλοτρίωσης που κρύβεται πίσω από το ‘’θαύμα’’ της σύγχρονης Κίνας – και όχι μόνο αυτής βέβαια…’’Ο κόσμος είναι ένας σκουπιδότοπος’’, λέει ένας ήρωας, παραπέμποντας σε μια κοινωνική ανάγνωση της ταινίας.
Παράλληλα με αυτήν, ο σκηνοθέτης δίνει μια υπαρξιακή διάσταση στον προβληματισμό του. Απέναντι στη μάταιη αναζήτηση νοήματος, στο πλέγμα μιας οδυνηρής, πολλές φορές, αλληλεξάρτησης, τις συνειδησιακές συγκρούσεις, τη μετάθεση ευθυνών, τις δυσβάσταχτες συνέπειες των πράξεων, ο άνθρωπος στέκεται μόνος, ευάλωτος, ακυρωμένος – ‘’ο κόσμος είναι έρημος’’ ακούγεται στην ταινία.
Ο ελέφαντας που στέκεται ακίνητος σε ένα πάρκο στην πόλη Μανζούλι , είναι για τους ήρωες το κίνητρο για απόδραση από το αδιέξοδο, ο σκοπός που δίνει νόημα στην άδεια ζωή τους, το σύμβολο μιας ύπαρξης που τίποτα πια δε μπορεί να την τραυματίσει.
Καταφεύγει στην απάθεια, ως μόνη ίσως άμυνα απέναντι σε έναν εχθρικό κόσμο, ως μόνη ίσως εγγύηση αποφυγής του πόνου.
Η ρεαλιστική γραφή, το μονίμως γκρίζο τοπίο, η ατμοσφαιρική μουσική (αξέχαστη η συνύπαρξη εικόνας και μουσικής στη σκηνή του γηροκομείου), υπηρετούν πιστά το ζοφερό κοινωνικό και υπαρξιακό πλαίσιο της ταινίας. Ο φακός εστιάζει με γκρο πλαν σε ένα, κάθε φορά, πρόσωπο, επίμονα, αφήνοντας θολό το βάθος και καλώντας τον θεατή να συμμετάσχει, να ακολουθήσει νοερά τη διαδρομή των συναισθημάτων και των σκέψεων του ήρωα, χωρίς να έχουν ειπωθεί παρά ελάχιστα.
Πώς λοιπόν μια ταινία που αντιμετωπίζει τόσο πεσιμιστικά την ανθρώπινη ύπαρξη και τη σύγχρονη κοινωνία –άλλωστε μπορεί να ερμηνευτεί και ως προαναγγελία της αυτοχειρίας του σκηνοθέτη – μπορεί να συγκλονίσει τόσους ανθρώπους σήμερα; Κι όμως… Μέσα στο ζοφερό σύμπαν της υπάρχουν λυτρωτικές στιγμές ουσιαστικής επαφής των ηρώων, προσέγγισης και σύγκλισης στο ίδιο όνειρο, στιγμές λίγες, αλλά γι αυτό ακριβώς εξαιρετικά δυνατές, σπαρακτικές στην αλήθεια τους: ένας φεγγίτης ανοιχτός στη μόνη διέξοδο, στη μόνη ελπίδα.
Ο ίδιος ο Χου Μπο δεν αρκέστηκε σε αυτή. Δυστυχώς για κείνον και για μας, επέλεξε την τελεσίδικη απόσυρση…