Μια ενδιαφέρουσα συγκυρία έφερε στις αίθουσες την σχεδόν ταυτόχρονη προβολή δυο ταινιών από δυο χώρες γειτονικές, που βιώνουν μια παρανοϊκή συνθήκη: οι διεθνείς συσχετισμοί, τα δυτικοευρωπαϊκά και υπερατλαντικά συμφέροντα και οι εγχώριοι λαϊκισμοί φροντίζουν επιμελώς και αδιαλείπτως να τροφοδοτούν και να διαιωνίζουν μια, στην ουσία, παράλογη μεταξύ τους αντιπαλότητα. Πρόκειται για την ελληνική παραγωγή ‘’Πίσω Από Τις θημωνιές’’ (2022) της Ασημίνας Προέδρου και την τουρκική ‘’Μέρες Ξηρασίας’’ ( Burning Days 2022) του Emin Alper. Ο θεατής αναπόφευκτα επισημαίνει ότι, παρά τις διαφορετικές κουλτούρες και την ορατή διαφοροποίηση της επαρχίας των δυο χωρών σε βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο, οι δυο κοινωνίες παρουσιάζουν ταύτιση αναγκών, προβλημάτων και αιτημάτων.
Στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης, σε ένα παραμεθόριο, παραλίμνιο χωριό της Β. Ελλάδας τοποθετείται η δράση της ταινίας της Α. Προέδρου με επίκεντρο μια τριμελή οικογένεια: ο άνδρας, πατριαρχικός και συντηρητικός, στριμωγμένος από τα χρέη και την πάλη για επιβίωση, η θρησκευόμενη γυναίκα του, εγκλωβισμένη στον παραδοσιακό ρόλο της νοικοκυράς, με μοναδική κοινωνική παρουσία αυτήν της νεωκόρου, η νεαρή κόρη σε απεγνωσμένη αναζήτηση της ταυτότητας και της χειραφέτησης της, ο αδελφός της γυναίκας δικτυωμένος σε παράνομο κύκλωμα διακίνησης μεταναστών. Τα τραγικά γεγονότα που ακολουθούν μια απόφαση του πατέρα, εξωθούν τον ίδιο και τους υπόλοιπους σε επιλογές, όπου η ανάγκη και ο φόβος αντιμάχονται την επιθυμία ή την ηθική. Το κόστος στα άτομα και στις διαπροσωπικές σχέσεις είναι τεράστιο.
Η πλοκή της ταινίας του
Emin Alper εξελίσσεται σε παραλίμνια επίσης κωμόπολη της τουρκικής ενδοχώρας, με τεράστιο πρόβλημα λειψυδρίας και διάβρωσης του εδάφους από ανεξέλεγκτες γεωτρήσεις, που διαχειρίζεται ο διεφθαρμένος δήμαρχος και το περιβάλλον του με τη συνεργασία ή την ανοχή των αρχών και των φοβισμένων κατοίκων. Η άφιξη του νεαρού αδέκαστου εισαγγελέα, που μοιάζει εντελώς ξένο σώμα στο άγριο κλίμα της πόλης, ανατρέπει την παγιωμένη κατάσταση. Το αποτρόπαιο γεγονός που ακολουθεί την αποτυχία της προσπάθειας προσεταιρισμού του από το δημαρχικό περιβάλλον, εγκαινιάζει μια κατάσταση συνεχούς συνομωσίας, υφέρπουσας απειλής και κλιμακούμενης έντασης σε βάρος του ακέραιου αυτού ανθρώπου, που παρά το μεγάλο προσωπικό κόστος αντιστέκεται στην αφόρητη πίεση και προσπαθεί να συνεχίσει το έργο του.
Η κλειστή συντηρητική κοινωνία της επαρχίας είναι το πεδίο εκτύλιξης της πλοκής και των δύο ταινιών, όπου οι άνθρωποι ασφυκτιούν, πιεσμένοι από την οικονομική δυσπραγία και από ένα διεφθαρμένο σύστημα, που εκπροσωπούν οι τοπικοί μεγαλοπαράγοντες της περιοχής σε αγαστή συνεργασία με τους θεσμικούς. Η πατριαρχική κουλτούρα, η υποκρισία, οι προκαταλήψεις, η βία – υπόκωφη ή απροκάλυπτη – κυριαρχούν. Η εξουσία, σε άμεση διαπλοκή με τα οικονομικά συμφέροντα, φροντίζει, προκειμένου να διαιωνίζεται, να ελέγχει και να χειραγωγεί τα άτομα, καλλιεργώντας το φόβο και τα στερεότυπα· ρατσισμός, ξενοφοβία, μισογυνισμός και ομοφοβία υπαγορεύουν τις ατομικές και συλλογικές επιλογές. Αυτός που τολμά να αντιταχθεί απομονώνεται, συντρίβεται.
Εκτός από τον πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα, οι δύο ταινίες μοιράζονται επίσης και τον ψυχογραφικό. Οι ήρωες, στην προσπάθεια τους να αντιμετωπίσουν μια αρνητική πραγματικότητα, έρχονται ενώπιος ενωπίω με τον εαυτό τους: πιέζονται από εσωτερικές συγκρούσεις, δοκιμάζουν τις αντιστάσεις και τα όρια τους, ανακαλύπτουν με επώδυνο τρόπο στοιχεία της ταυτότητας τους που αγνοούσαν, αναθεωρούν ρόλους και σχέσεις, συμβιβάζονται ή αποδρούν, καταστρέφονται ή διασώζονται με τραύματα. Οι δυο σκηνοθέτες τούς παρακολουθούν με επιείκεια και κατανόηση, αντιπαραβάλλοντας την τόλμη στον φόβο, την ανθρωπιά στην αναλγησία, το ήθος στην αήθεια. Η ελληνίδα σκηνοθέτης αφήνει να διαφανεί μια κάποια λυτρωτική διέξοδος, σε αντίθεση με τον τούρκο συνάδελφο της, που η κλίμακα της διαφθοράς στην πατρίδα του και η νοοτροπία του όχλου που επικρατεί δεν αφήνουν πολλά περιθώρια.
Η προσήλωση του θεατή στην ελληνική ταινία επιτείνεται με μια σύνθετη σπονδυλωτή δομή σε τρία μέρη που αντιστοιχούν στους τρείς βασικούς ήρωες, σε καθένα από τα οποία προστίθενται στοιχεία που φωτίζουν και ολοκληρώνουν σταδιακά – όπως σε ένα υπό κατασκευή παζλ – τόσο την προσωπικότητα του καθενός, όσο και τις πτυχές της ιστορίας που τον αφορούν. Η τουρκική ταινία προτιμά μια ευθύγραμμη δομή χωρισμένη σε κεφάλαια, με μικρές αναδρομές της συγκεχυμένης και αβέβαιης μνήμης του ήρωα στο επίμαχο γεγονός και με το νεο-νουάρ στοιχείο που διατηρεί αμείωτη την ένταση. Χαρακτηριστική στα αρχικά και στα τελευταία πλάνα της κάθε ταινίας είναι μια σκηνή, που και στις δύο ταινίες σηματοδοτεί τη βία και τον θάνατο, ενώ οι ντόπιοι διασκεδάζουν και με τα δύο ή κάνουν πως τα αγνοούν. Και στις δυο παραγωγές θριαμβεύει η ελληνική διεύθυνση φωτογραφίας, του Σίμου Σαρκετζή στην ελληνική και του Χρήστου Καραμάνη στην τουρκική.
Σινεμά ρεαλιστικό, μεστό, ανθρωποκεντρικό, ικανό να απευθύνεται σε ευρύ κοινό χωρίς καλλιτεχνικές εκπτώσεις, από σκηνοθέτες που νοιώθουν την ανάγκη και το χρέος να μιλήσουν για τη χώρα τους και τις παθογένειες της, αλλά και για κάθε κοινωνία που χειραγωγείται από διεφθαρμένες πολιτικές και κοινωνικές δομές.
Σημείωση: το τουρκικό κέντρο κινηματογράφου ζήτησε από τον E. Alper να επιστρέψει τα χρήματα της χρηματοδότησης της ταινίας, λόγω του αντι-ομοφοβικού περιεχομένου της, παρά την εξαιρετικά διακριτική διαχείριση του από τον σκηνοθέτη. Στη σύγχρονη Τουρκία του Ερντογάν επιδιώκεται η έξαρση της ομοφοβίας (από συνέντευξη του σκηνοθέτη)