Βρέθηκε τους τελευταίους μήνες στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, της γενικής προσοχής, της επίσημης και ιδιωτικής προστασίας. Υπέστη αυτή κυρίως τις συνέπειες της πανδημίας, πλήρωσε και πληρώνει εκείνη το βαρύτερο κόστος σε ποσοστό θανάτων, αποδέχτηκε (ως όφειλε) σιωπηλά αλλά όχι ανώδυνα, την απέλπιδα πρόκριση του νεότερου σε περίπτωση περιορισμένης δυνατότητας των γιατρών να διασώσουν νοσούντες, γνώρισε αρκετές φορές την πλήρη εγκατάλειψη, άκουσε με βουβή πικρία κυνικές απόψεις για τη χρησιμότητα της ύπαρξης της από επίσημα αμερικανικά και ευρωπαϊκά χείλη.
Αναφέρομαι βέβαια στην ευπαθή ηλικιακή κατηγορία των ατόμων 65+, που η σωματική ευπάθεια της προβλήθηκε και αναλύθηκε ιδιαιτέρως, αφήνοντας στο περιθώριο – όπου άλλωστε τοποθετούνται συνήθως – τις τόσες άλλες ευπάθειες, κοινωνικές /ψυχολογικές/ πνευματικές, που οι άνθρωποι των μεγάλων ηλικιών αντιμετωπίζουν καθημερινά. Μέσα στον γενικό πανικό ποιος να ενδιαφερθεί για θέματα που ούτε σε ομαλές συνθήκες είναι ιδιαίτερα δημοφιλή, πόσο μάλλον σε έκτακτες;
Εξάλλου με τον όρο ‘’ευπαθής ομάδα των ηλικιωμένων’’ ομοιογενοποιήθηκε αναγκαστικά μια εντελώς ετερόκλητη ηλικιακή κατηγορία. Υπάρχουν ηλικιωμένοι που εργάζονται ακόμη, από ανάγκη οικονομική ή ως διέξοδο υπαρξιακή, ή είναι ενεργά μέλη στην κοινωνική, πολιτική και πνευματική ζωή, με έντονη την περιέργεια και τη δημιουργικότητα τους, και στην ουσία δεν είχαν ως τώρα την ευκαιρία – ή την επιθυμία – να συνειδητοποιήσουν την ηλικία τους. Αυτοί λοιπόν βρέθηκαν μπροστά στη βίαιη προσαρμογή στα πραγματικά ηλικιακά δεδομένα τους, στον κενό χρόνο της υποχρεωτικής αδράνειας και απραξίας.
Υπάρχουν επίσης ηλικιωμένοι, στον τόπο μας κατά πλειοψηφία, που έχασαν αιφνίδια τον μοναδικό σκοπό που έδινε νόημα στη ζωή τους, την ανατροφή ή τη συντροφιά των εγγονιών τους, και κλήθηκαν απροετοίμαστοι να αντιμετωπίσουν την κατάθλιψη τους σε άδεια δωμάτια και εικοσιτετράωρα. Μην ξεχάσουμε και αυτούς που από ανάγκη ή αδιαφορία των οικείων ζουν σε ιδρύματα και τώρα αναγκάστηκαν όχι μόνο να στερηθούν την έστω και ελάχιστη συντροφιά τους, το μοναδικό φως στις άδειες μέρες τους, αλλά και να υποστούν σε αρκετές περιπτώσεις την εγκατάλειψη που οδηγεί σε ένα οδυνηρό τέλος.
Στην κατηγορία εξάλλου ανήκουν και όσοι, υποκύπτοντας από ανασφάλεια της ηλικίας στο καταναλωτικό μοντέλο που θεοποιεί την νεότητα και το σφρίγος και καταδικάζει έμμεσα τα γηρατειά στο περιθώριο, μπήκαν στη μάταιη μάχη κατά της βιολογικής φθοράς, στην πάση θυσία διατήρηση μιας απατηλής ‘’νεότητας’’. Τώρα λοιπόν στάθηκαν έντρομοι μπροστά στον καθρέφτη τους αντικρίζοντας ενώπιος ενωπίω τη φθορά, την ευθραυστότητα, τη θνητότητα τους.
Αυτά τα διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους υποσύνολα των ‘’παππούδων και γιαγιάδων’’ (άλλοι αδυνατούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους σ’ αυτή την προσφώνηση, άλλοι δεν άκουσαν ποτέ κανέναν πλην των εγγονιών τους να τους αποκαλούν έτσι στους κοινωνικούς χώρους που συμμετέχουν, άλλοι αγαλλιούν και άλλοι φρίττουν στο άκουσμα της) έχασαν το καθένα τις δικές του δικλείδες ασφάλειας και εκτόνωσης, τις συνειδητές ή και όχι διαφυγές της ούτως ή άλλως δύσκολης ηλικίας του, τις μικρές ή μεγάλες αυταπάτες του. Όλοι όμως έδωσαν τον δικό τους καθημερινό αγώνα ενάντια στην ανασφάλεια, την απραξία, την απομόνωση, την αναγκαστική συνύπαρξη με τον εαυτό. Τους αξίζει λοιπόν μια έστω μικρή μνεία…
Η σταχυολόγηση σημαντικών ταινιών που θα ακολουθήσει, ταινιών που αναφέρονται στις εσωτερικές ευπάθειες των ηλικιωμένων ανθρώπων και στα προβλήματα με τις άλλες γενιές, σε αυτούς ακριβώς θα είναι αφιερωμένη.