‘’Ευθύ σινεμά’’, ρεαλιστικό μέχρι ωμότητας και βαθιά ανθρώπινο. Η δραματική έναρξη λειτουργεί παραπλανητικά και δεν προϊδεάζει για τη διασκεδαστική συνέχεια αυτής της ‘’διακριτικής κωμωδίας’’, όπως τη χαρακτήρισε ο δημιουργός της. Το χιούμορ, σαρκαστικό, κυνικό και πάντα ευθύβολο, συνυπάρχει στην κόψη με το δράμα, μην αφήνοντας το ούτε στιγμή να εκτραπεί σε μελό και λειτουργώντας ως ξόρκι στον πόνο, ως βαλβίδα αποσυμπίεσης του τραγικού – όπως άλλωστε συνηθίζεται στη δύσκολη ζωή των βαλκανικών λαών.
Ευφάνταστο και ευρηματικό σενάριο, ιστορία προσεκτικά δομημένη, πλοκή που προσφέρεται για απολαυστικά στιγμιότυπα, είναι τα πρώτα που απολαμβάνει ο θεατής: ο Βέλε, εργάτης στους σιδηροδρόμους, ζει με τον καρκινοπαθή πατέρα του αντιμετωπίζοντας μεγάλο οικονομικό πρόβλημα. Η οικογένεια έχει μείνει μισή, αφού η μητέρα και ο μεγάλος γιος έχουν σκοτωθεί σε τροχαίο. Κάποια στιγμή ο Βέλε βρίσκει ένα πακέτο με ναρκωτικά που έκρυψαν ναρκέμποροι, δεν το παραδίδει και προσπαθεί μάταια να το πουλήσει για να εξασφαλίσει τα φάρμακα του πατέρα του. Στην απελπισία του φτιάχνει ένα κέικ με μαριχουάνα, για να τον ανακουφίσει από τους πόνους. Η ‘’θεραπεία’’ έχει αποτέλεσμα, οπότε γίνεται πολύ δύσκολη και επεισοδιακή η διατήρηση του πακέτου και της μυστικότητας, από τη στιγμή που οι διακινητές τον καταδιώκουν και φίλοι, γείτονες και άγνωστοι διεκδικούν τη συνταγή ‘’δια
πάσαν νόσον’’…
Η ταινία σε πρώτο επίπεδο επικεντρώνεται στους χαρακτήρες και στις σχέσεις, ειδικότερα τη δύσκολη σχέση πατέρα- γιού: τον ανταγωνισμό και την απόσταση μεταξύ τους, τη διαφορετική διαχείριση τουκοινού πένθους, την άνιση αντιμετώπιση των δυο γιων και το συνακόλουθο τραύμα του ‘’αδικημένου’’, την απελπισμένη ανάγκη και προσπάθεια για την πατρική επιδοκιμασία και αναγνώριση, την αγάπη που ο καθένας τους διαφορετικά διεκδικεί και εκφράζει.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο η ταινία λειτουργεί ως οξεία κριτική της σκοπιανής κοινωνίας: ένδεια, διαφθορά, ανορθολογισμός, παράλυση της κρατικής μηχανής – ανύπαρκτη περίθαλψη, πανάκριβα φάρμακα κλπ.
Ο λαός, παραιτημένος (‘’αν ξεσηκωθούν, όλα τελειώνουν πριν αρχίσουν’’) αγωνίζεται μόνο για την επιβίωση. Στερημένος, αφελής, εύκολο θύμα κάθε κομπογιαννίτη, αναζητά ένα ‘’θαύμα’’ ως το μόνο αντίδοτο στην απελπισία του.
Ενδιαφέρουσα σπουδή και πολύ επίκαιρη, θα έλεγα, για μας, που απληροφόρητοι, ανιστόρητοι και άρα εύπιστοι, αφήνουμε τους εκάστοτε επιτήδειους και τα κάθε λογής συμφέροντα να μας υποδείξουν τους, συνήθως όμορους, ‘’εχθρούς’’ μας, να μας υποβάλουν απόψεις και ενέργειες, καλλιεργώντας μας φανατισμό και αντιπαλότητα. Ίσως θα ήταν χρήσιμο να ρίχνουμε πότε-πότε μια ματιά στην πραγματικότητα αυτών των ‘’εχθρών’’, για να καταλάβουμε λίγο καλύτερα κι εκείνους αλλά και τον εαυτό μας.
‘Οπως πάντα εξαιρετική ανάλυση της ταινίας!
Ευχαριστώ πολύ!