Το καλοκαίρι του 1984 ολόκληρη η Νάπολη ζει την έξαρση του ενθουσιασμού που προκαλεί η μεταγραφή του θρύλου Μαραντόνα στην ομώνυμη ομάδα. Στη συνείδηση των Ναπολιτάνων ο μυθικός ποδοσφαιριστής ήταν ένα θεοποιημένο σύμβολο/αποδέκτης θρησκευτικής λατρείας και η μεταγραφή του ισοδυναμούσε με τη σωτηρία και τη δικαίωση μιας πόλης μονίμως υποβαθμισμένης από τους ίδιους τους συμπατριώτες της. Ο τίτλος λοιπόν της ταινίας παραπέμπει στο ‘’χέρι του θεού’’, προσωνύμιο που απέκτησε, όταν έβαλε το περιβόητο αμφιλεγόμενο γκολ στον αγώνα Αργεντινής- Αγγλίας στο Μουντιάλ του 1986 – παραπέμπει δηλ. σε ένα ‘’θαύμα’’ που μπορεί να φέρει ανατροπή…
Μέσα στην ίδια έξαρση και ανάταση ζει και η πενταμελής μεσοαστική οικογένεια Σκίζα, ο τρυφερός και υποστηρικτικός πατέρας, που δηλώνει κουμουνιστής, η μητέρα με τη φροντίδα της για όλους και τις κυνικές φάρσες της, ο μεγάλος γιος, επίδοξος ηθοποιός, που προς το παρόν κάνει ανεπιτυχώς οντισιόν για κομπάρσος σε ταινία του Φελλίνι, ο δεύτερος, ο εσωστρεφής και μοναχικός Φαμπιέτο, και μια αδερφή αόρατη, κλεισμένη συνεχώς στο μπάνιο. Ο Σορεντίνο ξαναγυρνά στη γενέθλια Νάπολη και, μέσα από τον Φαμπιέτο, αναζητά την πόλη του, τις μνήμες του, τον έφηβο εαυτό του.
Στο πρώτο μισό της ταινίας ο Φαμπιέτο ζει την ενηλικίωση του μέσα στον μικρόκοσμο της στενής και της ευρύτερης οικογένειας, ενός τυπικά ναπολιτάνικου θορυβώδους σογιού, που φέρνει στον θεατή μνήμες από τον ιταλικό νεορεαλισμό και τις αυτοβιογραφικές ταινίες του Φελίνι. Μέσα σ’ αυτό το προστατευτικό πλαίσιο, που άλλοτε τον γοητεύει και άλλοτε τον αφήνει έκπληκτο και απορημένο, ο Φαμπιέτο, παρατηρώντας και καταγράφοντας τα πάντα, παρακολουθεί τη δυναμική των αντιφατικών οικογενειακών σχέσεων: την τρυφερή σχέση των γονιών του που κρύβει όμως πολλή διάψευση και λύπη, τη στοργή των συγγενών που εναλλάσσεται με τη σκληρότητα, την υστερία τους που διαδέχεται η κατάθλιψη, το μητρικό φίλτρο των γυναικών που συνυπάρχει με την πληθωρική σεξουαλικότητα τους. Μέσα σε αυτές τις αντιφάσεις εκείνος ζει την εφηβεία του, την έγνοια του για την οικογένεια, το πάθος του για τον Μαραντόνα, ένα μάλλον χλιαρό ενδιαφέρον για το σινεμά και, κυρίως, τη σεξουαλική του αφύπνιση. Αποζητάει να αυτοπροσδιοριστεί, να βρει τη δική του ταυτότητα και θέση στη ζωή.
Ο Σορεντίνο κοιτάζει νηφάλια αυτό το παρελθόν που εν πολλοίς είναι το δικό του, αυτούς τους ανθρώπους που μαζί τους μεγάλωσε. Δε διστάζει να γίνει απέναντι τους τρυφερός, νοσταλγικός, κριτικός, ακόμη και χλευαστικός. Δεν τους εξιδανικεύει, όμως τους αγαπάει βαθιά. Προσωπικά, απόλαυσα απίστευτα το χιούμορ και τη σάτιρα των πολυπληθών οικογενειακών γευμάτων και τους απίθανους, εκκεντρικούς τύπους που παρελαύνουν στο πρώτο μέρος της ταινίας. Είχα πραγματικά πολλά χρόνια να γελάσω και να διασκεδάσω τόσο αβίαστα.
Μια αιφνίδια ανατροπή στο μέσον της ταινίας μετατρέπει την κωμωδία σε τραγωδία, από την οποία ο Φαμπιέτο διασώζεται χάρη στην έμμεση και φυσικά ακούσια ‘’επέμβαση’’ του ‘’χεριού του θεού’’. Ένα τυχαίο οδυνηρό γεγονός αλλάζει την οπτική του απέναντι σ’ αυτό που μέχρι τώρα ήταν η ζωή του και τον φέρνει αντιμέτωπο με την απώλεια· το κενό που αυτή άφησε φανερώνει πόσο πολύτιμο, πόσο αναντικατάστατο ήταν αυτό που δεν έχει πια. Πρέπει μόνος του να μαζέψει τον κατακερματισμένο εαυτό του, να γεμίσει το κενό, να αναζητήσει ένα στόχο, να βιώσει την πρώτη απρόσμενη και ανορθόδοξη σεξουαλική του εμπειρία. Η μοναχική πορεία του αυτοπροσδιορισμού συνεχίζεται, συχνά χωρίς πυξίδα και πάντοτε περίπλοκη.
Η συνάντηση του με τον σκηνοθέτη Αντόνιο Καπουάνο (πραγματικό μέντορα του Σορεντίνο) σηματοδοτεί αυτή τη φάση της ζωής του και του δίνει τα πρώτα ερεθίσματα. ‘’Δε μου αρέσει η πραγματικότητα’’, του λέει ο Φαμπιέτο, ‘’θέλω να φτιάξω μια φανταστική ζωή όπως ήταν πριν, γι’ αυτό θέλω να κάνω κινηματογράφο’’ και ο Καπουάνο με έντονο ύφος του απαντά ‘’Δε φτιάχνεις ταινίες λέγοντας τον πόνο σου ή δίνοντας ελπίδα, αλλά διασκεδάζοντας. Έχεις μια ιστορία να πεις; Βρες τα κότσια και πες την!’’ Παρά τις συμβουλές του να μείνει στη Νάπολη, να ανακαλύψει την ομορφιά της, να πει τις ιστορίες της, ο Φαμπιέτο θέλει να αποδράσει από την πόλη που έγινε το θέατρο της προσωπικής του τραγωδίας.
Στο δεύτερο μισό της ταινίας ο τόνος αλλάζει, γίνεται συναισθηματικός και στοχαστικός. Ο Σορεντίνο πιστεύει ότι το βίωμα πρέπει να διαφυλαχθεί, όχι όμως για να αναπαραχθεί πιστά· η πραγματικότητα είναι μόνο η αφετηρία μιας ταινίας και πρέπει να επινοηθεί εκ νέου μέσα από τη συνειρμική μνήμη και τη φαντασία. Η ημι-αυτογραφική τελευταία του ταινία ισορροπεί έξοχα ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον σουρεαλισμό, τη νοσταλγία και την οξυδερκή κριτική, τον αισθησιασμό και τη στοχαστικότητα, την κωμωδία και την τραγωδία.
Η δομή του σεναρίου είναι πολύ πιο ελεύθερη σε σύγκριση με παλιότερες ταινίες του, οι ρυθμοί πολύ λιγότερο πυρετώδεις, η αισθητική λιγότερο περίτεχνη και επιδεικτική, το συναίσθημα πολύ πιο άμεσα παρόν. Σταθεροί όμως άξονες του συνολικού έργου του σκηνοθέτη παραμένουν το εξαιρετικό καστ, η ιδανική εκάστοτε μουσική, η ιδιαίτερη φροντίδα για την αναπαράσταση της εποχής και φυσικά τα έξοχα κάδρα του. Ο Σορεντίνο παραδίδει την πιο προσωπική ταινία του – μια ταινία μελαγχολική και αστεία, τρυφερή και αιχμηρή· μια ταινία αγάπης για τους γονείς του, για την πόλη του, για το σινεμά και μας θυμίζει πόσο σπάνιο και υπέροχο είναι να απολαμβάνουμε μια ειλικρινή, εύφορη και ταυτόχρονα στοχαστική ταινία.
Μέσα από τα εφηβικά βιώματα, την απώλεια, την ανείπωτη θλίψη, ο έφηβος Φαμπιέτο/Σορεντίνο, ενηλικιώνεται βιώνοντας ένα ευρύτατο φάσμα συναισθημάτων, γίνεται καλλιτέχνης, γίνεται ο σκηνοθέτης που ξέρουμε.
Γιατί, ναι, ‘’έχει πολλές ιστορίες να πει’’…
* η ταινία προβάλλεται και στο Netflix