«Όλα με απειλούν. Κι όσα τυχαία γίνονται γίνονται επίτηδες / για να με ερεθίζουν. Να προκαλούν την κούφια μου εκδίκηση / Ένα κτήνος είναι ο άνθρωπος, που κοιμάται / και ξυπνάει μονάχα για να φάει σαν το κτήνος. Δεν άξιζε / την δωρεά του χρόνου. Άδικα η φύση φύσηξε μέσα μας / τον λόγο που ήταν προορισμένος για να γίνει / η μνήμη και η πρόβλεψη του κόσμου, κι αυτός ο νους / που είναι ο Θεός μέσα μας άδικα μάς κατοίκησε / Γιατί ποτέ δεν θα πάρουμε ό, τι έχει να μάς δώσει / Με αμνησία ζώου.»
Σαίξπηρ, Άμλετ, 4η πράξη, 4η σκηνή, μετάφραση Γιώργου Χειμωνά, εκδόσεις «Κέδρος», 1988.
Να τι σκεφτόμουν λοιπόν, ενώ διάβαζα με προσοχή το, υποψήφιο για το Βραβείο Man Booker 2007, μυθιστόρημα με τον ως άνω τίτλο, του γεννημένου και μεγαλωμένου στη Βομβάη Ίντρα Σίνχα.
Είναι πράγματι πολύ δύσκολο να σας καλωσορίσω στον κόσμο του Ζώου, του τετράποδου δηλαδή νέου, ο οποίος εισέπραξε στο σώμα του τη βία ενός οικολογικού ολοκαυτώματος, πριν λίγα μόλις χρόνια στην Μπχοπάλ, την πρωτεύουσα της επαρχίας Μάντχια Πραντές της Ινδίας. Ο πειραγμένος νωτιαίος μυελός των σπονδυλικών στηλών, οι τερατογενέσεις ανθρώπων και ζώων, η ευρύτατη διασπορά του καρκίνου, τα οξύτατα οφθαλμολογικά, πνευμολογικά και γυναικολογικά προβλήματα είναι ο Εφιάλτης. Οι κάτοικοι της Μπχοπάλ, με τη σωρεία των ανιάτων ασθενειών που τους επιβλήθηκαν, δεν είναι δηλαδή μόνο οι θλιβεροί εξόριστοι του Παραδείσου, αλλά και τα άτυχα, βαρέως νοσούντα θύματά του, οι φορείς μιας απροσδόκητης και θανατηφόρου κατάρας. Επί αιώνες ξέραμε ότι είναι πολύ πιθανόν, εκμεταλλευόμενοι την προσφορά της Μηχανής, να μπορέσουμε κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο να αξιοποιήσουμε στο έπακρον τις δυνατότητές μας, ως συλλειτουργοί του κόσμου, σύμφωνα μάλιστα με τον χρυσό κανόνα του Τζοβάνι Πίκο ντέλα Μιράντολα: «Φανταστείτε πόσο γενναιόδωρος είναι ο Θεός και πόσο τυχερός είναι ο άνθρωπος! Καθένας μπορεί να είναι αυτό που ο ίδιος επιλέγει να είναι. Το ζώο βγαίνει από τη μήτρα της μάνας του, φορτωμένο με την περιουσία του. Άλλη δεν πρόκειται ν’ αποκτήσει, ώσπου να πεθάνει. Οι ιδέες είναι από την αρχή ό, τι θα παραμείνουν αιώνια. Ο άνθρωπος, όταν πλάστηκε, πήρε από τον πατέρα αμέτρητους σπόρους, για κάθε είδος και κάθε τρόπο ζωής. Αν σπείρει ιδέες, θα γίνει άγγελος και τέκνο Θεού. Κι αν πάλι, δεν θελήσει να προχωρήσει προς το κέντρο του κόσμου, η ψυχή του θα ενωθεί με τον Θεό, μόνη στο σκοτάδι του Θεού, που είναι υπεράνω όλων και θα ξεπεράσει σε ύψος κάθε πλάσμα. Αν δεν θαυμάσουμε ένα πλάσμα με τόσο εκπληκτική ικανότητα μεταμόρφωσης, τι θα θαυμάσουμε;» (Ιδέτε το απόσπασμα αυτό από το Περί της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, σε μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, στο περιοδικό «η λέξη», τεύχος 194, Οκτώβρης – Δεκέμβρης 2007).
Ο ενορατικός, τυπικά αναγεννησιακός αυτός σοφός, για τον οποίο η Κατρίν Νταβίντ μας έχει τόσα πολλά σημαίνοντα πει(ιδέτε το καλώς συγκερασμένο έργο της Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά, το οποίο ήδη από το 2004 κυκλοφορεί στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις «Ψυχογιός»), θα έπρεπε να αντιμετωπίσει σήμερα, μεταξύ των άλλων, το τέρας της άφρονης εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, αλλά και ό, τι συνεπάγεται η μείζων διαστροφή των αλυσιδωτών μεταλλαγών, στις οποίες εξειδικεύεται πλέον ανενδοίαστα η ολέθρια, η ανεξέλεγκτη Μηχανή σε διεθνές επίπεδο. Στο πλευρό του Τζοβάνι Πίκο ντέλα Μιράντολα στεκόμαστε τώρα εμείς νοερά και προσπαθούμε να ξαναδούμε ό, τι ακριβώς μας περιβάλλει μέσα από την προοπτική του επαπειλούμενου αφανισμού του. Στελέχη της χλωρίδας και της πανίδας είναι αδιακρίτως και παγκοσμίως οι στόχοι της εξόντωσης: ο ήχος του κώδωνος δεν γίνεται ως εκ των πραγμάτων να σιγήσει. Επισημαίνω την εξής ρηξικέλευθη θέση: «Την καχεξία του πολιτισμού, που με θαυμαστό τρόπο έχει περιγραφεί από τον Φρόιντ, τη γεννά ακόμη και μία αγιάτρευτη αντίφαση. Πολιτισμός και ηθική εδράζονται σε μία αναγκαστική και δύσκολα τεκμηριώσιμη διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο. Είναι αδύνατο να ζήσουμε χωρίς να καταστρέφουμε το ζωικό βασίλειο, εκτός ίσως από τους μικροσκοπικούς εκείνους οργανισμούς που δεν υποπίπτουν στην αντίληψή μας, και είναι αδύνατο να αναγνωρίσουμε στα ζώα καθολικά και απαραβίαστα δικαιώματα, να θεωρήσουμε κατά τον καντιανό τρόπο κάθε ζώο ως αυτοσκοπό αντί ως μέσο. Η αδελφική φιλαλληλία μπορεί να αγκαλιάσει την ανθρωπότητα αλλά σταματά σ΄ αυτήν.» (Ιδέτε Κλάουντιο Μάγκρις, Δούναβης, σε μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη και εισαγωγή Νίκου Μπακουνάκη, εκδόσεις «Πόλις», 2001)
Από την άλλη πλευρά το Ζώο, ή ο Κουασιμόδος της Πραντές, όπως αλλιώς έχει ονομαστεί, μας περιμένει εδώ υπομονετικά για να μας αφηγηθεί τη δική του τρομερή ιστορία. Ασφαλώς η εξιστόρησή του είναι κατά τεκμήριο διδακτικής υφής, με άλλα λόγια πολύτιμη. Έχει δει το Κακό αυτοπροσώπως σε όλο του το μένος, έχει δοκιμαστεί οικτρά από αυτό, πέρασε δια πυρός και σιδήρου μέσα από τη γνώση του άγαν που εξανδραποδίζει ό, τι συναντήσει στο δρόμο του: η μοναδική αλήθεια της περιπέτειάς του συνιστά το οιονεί ευαγγέλιο όλων εκείνων των ευαισθητοποιημένων πολιτών, οι οποίοι τολμούν να αντιπαραθέσουν στη θέση του γεωπολιτικού χάους την αποκατάσταση των αναντικατάστατων τιμαλφών, του Ήθους δηλαδή των Ανθρώπων.
Το Ζώο ταπεινώθηκε όσα ελάχιστα όντα, λύγισε, αναγκάστηκε να συρθεί στην καμένη γη με τα τέσσερα, μπουσούλησε στην άκρη του γκρεμού της ύπαρξης, αλλά δεν παραδόθηκε στο τέλος άνευ όρων, όπως δυστυχώς έχει ανέκκλητα συμβεί στις ανάλογες ανά τον πλανήτη μας περιπτώσεις. Βεβαίως η βάση των ρήξεων, τα αίτια και τα αιτιατά της φθοράς και των συμφραζομένων τους παραμένουν βασανιστικά τα αυτά. Απλώς τα θυμίζω, εν περιλήψει εννοείται: «Έτσι, παντού στη φύση βλέπουμε αγώνα, πάλη και διακύμανση της νίκης, [και αυτό είναι το αποτέλεσμα] εκείνης της εσωτερικής διάστασης που είναι ουσιώδης για τη βούληση. […] Επομένως η βούληση για ζωή γενικά τρέφεται από τον εαυτό της, και είναι σε διαφορετικές μορφές η τροφή του εαυτού της, μέχρις ότου το ανθρώπινο είδος, επειδή καθυποτάσσει όλα τα άλλα, θέτει κατά νου πως η φύση κατασκευάστηκε για δική του χρήση. Παρά ταύτα […] το ίδιο το ανθρώπινο είδος αποκαλύπτει με τρομακτική σαφήνεια αυτή τη σύγκρουση, αυτή τη διάσταση της βούλησης με τον εαυτό της, και καταλαβαίνουμε ότι homo homini lupus [ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο]. (Ιδέτε εν προκειμένω την παραγωγική αξιοποίηση των αποσπασμάτων αυτών από το θεμελιώδες σύγγραμμα του Αρθούρου Σοπενχάουερ Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση (1818) στο ευφυές έργο του Michael Allen Gillespie Ο μηδενισμός πριν από τον Νίτσε, σε μετάφραση Γεωργίου Ν. Μερτίκα, εκδόσεις «Πατάκη», 2004).
Ο πανικός της εξόντωσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο σε μια νέα εκδοχή. Η εγρήγορση του Ζώου, η ετοιμότητα των αγροτών, η επαγρύπνηση και η υποδειγματική αγωνιστικότητα των δήθεν απαίδευτων χωρικών της περιοχής, που τόσο αναίτια θυσιάστηκε στο βωμό του κέρδους, εκπέμπουν με τη σειρά τους το οριακό μήνυμα: «δεν έχουν τελειώσει όλα, δεν θα γίνουμε τόσο γρήγορα στάχτη». Άλλωστε αυτές οι κατηγορίες των ανθρώπων, οι παρίες του χωροχρόνου, γνωρίζουν πολύ καλά πώς να συνεγείρουν τον κόσμο. Την ύστατη στιγμή το Ζώο θα υψωθεί στη σφαίρα της αυτοπραγμάτωσης, δείχνοντας ταυτοχρόνως το δρόμο της οριακής ανάκτησης του εαυτού. Η συναφής απόφανση του Τζέιμς Τζόις είναι χαρακτηριστική. Την παραθέτω αυτούσια: «The movements which work revolutions in the world are born out of dreams and visions in a peasant’s heart on the hillside. For them the earth is not exploitable ground but the living mother. »
Η Νίσα και ο Ζαφάρ, το ερωτικό δίπολο, το οποίο πλαισιώνει το Ζώο, συνιστά το απαραίτητο θεματικό διφυές Άλλο. Έτσι το σύμπαν εμπεριέχεται τεχνηέντως σ΄ αυτό το συγκεκριμένο κειμενικό τρίγωνο. Οι τρεις τους είναι οι πτυχές της Ουσίας, η οποία οφείλει να διατηρηθεί, να επιζήσει, προκειμένου να συνεχίσει η ζωή να παράγει στο ακέραιο Ζωή. Εξ ου και η συναισθηματική ένταση που εκλύεται στις σελίδες αυτές.
Το Ζώο, η Νίσα και ο Ζαφάρ εν ολίγοις μας καλούν να επαναπροσεγγίσουμε το αίτημα του Φλωμπέρ, αναζητώντας μια ειλικρινή και βιώσιμη ταυτοχρόνως απάντηση σε ό, τι καίριο εκκρεμεί: «Όσο θα έχουμε για κάποιο διάστημα πραγματευτεί την ανθρώπινη ψυχή με την αμεροληψία που χρησιμοποιούμε στις φυσικές επιστήμες για να μελετήσουμε την ύλη, θα έχουμε κάνει ένα τεράστιο βήμα. Είναι το μόνο μέσον που διαθέτει η ανθρωπότητα για να τοποθετηθεί πάνω στον εαυτό της. Θα κοιταχτεί τότε ειλικρινά, ξεκάθαρα, στον καθρέφτη των έργων της. Θα γίνει κάτι σαν θεός, θα κρίνει τον εαυτό της από ψηλά. Ε λοιπόν, πιστεύω πως αυτό μπορεί να γίνει. Το ζήτημα ίσως είναι, όπως συμβαίνει και στα μαθηματικά, απλούστατα να βρούμε τη μέθοδο.» (Ιδέτε Pierre Bourdieu, Οι κανόνες της τέχνης, Γένεση και Δομή του Λογοτεχνικού Πεδίου, πρόλογος Νίκου Παναγιωτόπουλου, μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου, εκδόσεις «Πατάκη», 2006, σελ. 273.)
Το τετράποδο Ζώο μπορεί σε λίγο να είμαστε εμείς οι ίδιοι και να μην το έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμα. Το βιβλίο όμως που κρατώ σήμερα στα χέρια μου, αναγνώστες, είναι ο σπασμένος καθρέφτης της ψυχής μας: έτσι η περιδιάβαση στη χώρα του Βούδα γίνεται ακόμη πιο συναρπαστική.