You are currently viewing Γιόχαν Πέτερ Χέμπελ, Απροσδόκητο αντάμωμα  (μτφρ. Γιώργος Καρτάκης)

Γιόχαν Πέτερ Χέμπελ, Απροσδόκητο αντάμωμα (μτφρ. Γιώργος Καρτάκης)

Στο Φάλουν της Σουηδίας, πριν από περίπου πενήντα χρόνια, ένας νεαρός ανθρακωρύχος φίλησε την όμορφη νεαρή μνηστή του λέγοντας: «Μα την αγία Λουκία, τον έρωτά μας θα ευλογήσει χέρι παπά. Θα είμαστε πια σύζυγοι και θα χτίσουμε τη δική μας φωλιά.»

«Η ειρήνη κι η αγάπη θα την κατοικούν», είπε η όμορφη γυναίκα και χαμογέλασε χαριτωμένα. «Γιατί εσύ είσαι ο ένας κι ο μοναδικός, και δίχως σου, καλύτερα να είμαι στο χώμα παρά σε άλλον τόπο».

Όταν όμως ο παπάς είπε για δεύτερη φορά στην εκκλησία, μπρος στην Αγία Λουκία: «Και τώρα, αν κάποιος ξέρει κάτι, ας υποδείξει το γιατί αυτοί οι δυο άνθρωποι δεν πρέπει να παντρευτούν», τότε, έκανε την εμφάνισή του ο Χάρος. Έτσι, όταν το άλλο πρωί ο πέρασε ο νεαρός από το σπίτι της αγαπημένης του ντυμένος με τα μαύρα ρούχα του ανθρακωρύχου – ο ανθρακωρύχος φορά πάντα το νεκρικό του κουστούμι – χτύπησε μεν στο παράθυρο και της είπε καλημέρα, αλλά δεν ήταν γραφτό να της πει και καλησπέρα, μια και δεν ξαναγύρισε ποτέ από το ορυχείο.

Μάταια εκείνη όλο το πρωί του στρίφωνε ένα μαύρο μαντήλι με κόκκινο ρέλι για την ημέρα του γάμου. Σαν αυτός δεν ήρθε, το παράτησε και τον έκλαψε και δεν τον ξέχασε ποτέ πια.

Στα χρόνια που πέρασαν, η πόλη της Λισαβόνας στην Πορτογαλία καταστράφηκε από σεισμό, ο Επταετής Πόλεμος τέλειωσε, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Α΄ της Γαλλίας πέθανε και η Πολωνία διαιρέθηκε, η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία πέθανε και ο Στρήνζε εκτελέστηκε, η Αμερική απελευθερώθηκε και οι ενωμένες γαλλικές και ισπανικές δυνάμεις απέτυχαν να κατακτήσουν το Γιβραλτάρ. Οι Τούρκοι φυλάκισαν τον στρατηγό Στάιν στο σπήλαιο των Βετεράνων της Ουγγαρίας και ο αυτοκράτορας Ιωσήφ πέθανε κι αυτός. Ο βασιλιάς Γουσταύος  της Σουηδίας κατέκτησε τη ρωσική Φινλανδία, άρχισαν η Γαλλική Επανάσταση και ο μακρύς πόλεμος, και ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος Β΄ κατέληξε επίσης στον τάφο. Οι Άγγλοι βομβάρδισαν την Κοπεγχάγη και οι αγρότες έσπερναν και θέριζαν, ο μυλωνάς  άλεθε, οι σιδεράδες σφυροκοπούσαν και οι ανθρακωρύχοι έσκαβαν ακόμα τις  φλέβες του ορυκτού στα υπόγεια λαγούμια τους.

Κάποτε, μια φορά που ήθελαν ν’ ανοίξουν μια σήραγγα στο Φάλουν, το 1809 – λίγο πριν ή λίγο μετά του Ιωάννη -, ανάμεσα σε δύο στοές, καμιά τριακοσαριά πήχεις βαθιά κάτω απ’ το χώμα, ξέθαψαν απ’ τα μπάζα και τα λασπόνερα  το πτώμα ενός νέου άνδρα διαποτισμένο από πράσινο βιτριόλι, κατά τα άλλα όμως άλιωτο και απείραχτο, έτσι που κανείς μπορούσε ακόμα να διακρίνει καθαρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου και την ηλικία του, λες κι εκείνος είχε πεθάνει μόλις πριν μια ώρα ή είχε αποκοιμηθεί λιγάκι στη δουλειά.

Όταν τον έβγαλαν στο φως, κανείς δεν έμοιαζε να αναγνωρίζει το σαν  ναρκωμένο παλικάρι ή να ξέρει κάτι σε σχέση με την κακοτυχία του, καθώς  όλοι – πατέρας,  μάνα, φίλοι και γνωστοί – είχαν από καιρό πεθάνει. Μέχρι που εμφανίστηκε η πρώην αρραβωνιαστικιά εκείνου του ανθρακωρύχου, που παλιά είχε πάει  μια μέρα στη βάρδια του και δεν ξαναγύρισε.

Γκρίζα, κουβαριασμένη από τα χρόνια έφτασε ακουμπισμένη σ’ ένα μπαστούνι στον τόπο και αναγνώρισε το ταίρι της και, πιότερο με χαρούμενη έκπληξη παρά με πόνο, έσκυψε πάνω απ’ το αγαπημένο πτώμα. Όταν,  ύστερα από αρκετή ώρα, συνήλθε από την  έντονη συγκίνηση είπε: «Είναι ο αρραβωνιαστικός μου, που τον πενθώ πενήντα χρόνια τώρα και που με αξίωσε ο Θεός να τον ξαναδώ μια φορά ακόμα πριν να πεθάνω. Οχτώ μέρες πριν τον γάμο πήγε στο μεταλλείο και δεν ξαναγύρισε».

Τότε όλοι οι παρευρισκόμενοι πλημμύρισαν θλίψη και δάκρυα, όπως έβλεπαν την αλλοτινή νύφη με όψη αδύναμη και μαραμένη, γερασμένη τώρα, και τον γαμπρό ακόμα με νεανική μορφή και ομορφιά. Και έβλεπαν πώς στο στήθος της, μετά από πενήντα χρόνια, η φλόγα του νεανικού της έρωτα πάλι ξυπνούσε – αλλά εκείνος δεν ξανάνοιγε το στόμα να χαμογελάσει, ούτε τα μάτια του να δει.

Στο τέλος εκείνη είπε στους ανθρακωρύχους, καθώς ήταν η μόνη συγγενής του και είχε δικαίωμα, να τον μεταφέρουν στην καμαρούλα της, ώσπου ο τάφος του στο κοιμητήρι να ετοιμαστεί.

Την άλλη μέρα, όταν ο τάφος στο κοιμητήρι ήταν έτοιμος και ήρθαν να τον πάρουν οι ανθρακωρύχοι, ξεκλείδωσε ένα μικρό κουτί, πήρε από μέσα  το μαύρο μεταξωτό μαντήλι με το κόκκινο ρέλι και τον συνόδευσε ντυμένη με τα κυριακάτικα της, λες κι ήταν η ημέρα του γάμου τους και όχι η ημέρα της κηδείας του. Γιατί, όπως τον έβαζαν στο μνήμα, είπε: «Κοιμήσου τώρα γλυκά μια ή δέκα μέρες το πολύ στο παγωμένο σου νυφιάτικο κρεβάτι και άντε, μην ανυπομονείς! Έχω ακόμα λίγα να τελειώσω και θα ’ρθω. Γρήγορα πάλι θα ξημερώσει.» Και, καθώς έφευγε, συμπλήρωσε κοιτάζοντας τριγύρω: «Αυτό που η γη έδωσε πίσω μια φορά, δεν θα μου το πάρει πάλι».

 

 

Ο συγγραφέας, θεολόγος και παιδαγωγός Γιόχαν Πέτερ Χέμπελ (Johann Peter Hebel ) γεννήθηκε το 1760 στη Βασιλεία της Ελβετίας και πέθανε το 1826 στο Σβέτζινγκεν του κρατιδίου της Βάδης Βυρτεμβέργης στην Γερμανία. Έγραψε ποιήματα στην τοπική αλλεμανική διάλεκτο και θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος του λογοτεχνικού είδους της παραβολής στην Γερμανική γλώσσα.

.

Σ.τ. μ: Ο Χέμπελ εμπνεύστηκε την παραπάνω διήγηση (που αξίζει να σημειωθεί ότι ο Έρνστ Μπλοχ αποκαλούσε «ωραιότερη ιστορία του κόσμου»), από ένα πραγματικό περιστατικό, το οποίο συνέβη εκατό χρόνια νωρίτερα, το 1808. Το ίδιο γεγονός με έμφαση στην αιώνια νεότητα κάνει την εμφάνισή του και σε ορισμένα ποιήματα του Γκέοργκ Τρακλ.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.