Στο πρώτο σου βήμα, μ’ εκείνο το καθάριο και βέβαιο βλέμμα, γύρισα την πρώτη μου σελίδα. Την πρώτη φορά που αμήχανα πρόφερα μισόλογα με κόμπους, μου έγνεψες την ελπίδα. Και κινήσαμε μαζί το μεγάλο δρόμο. Από την άκρη της γης ως τ’ ουρανού τη στράτα. Και πηγαίναμε μαζί. Πάντα μαζί. Πότε ’γώ στα βήματά σου, πότε στις σελίδες μου εσύ. Κι όλο τρέχαμε, όλο τρέχαμε, πότε στις βεβαιότητές σου και τη βιάση πότε στο ξάφνιασμα και την άργητά μου. Κι ανάσαινα να σε προλάβω φέγγισμα και σώπαινα όνειρο να σ’ αγγίξω. Το γέλιο σου κόκκινη ανατολή κι η αγωνία μου λιόγερμα βαθύ. Αυγερινός εσύ και αύρα πρωινή , αγέρι δειλινού εγώ κι Αποσπερίτης. Διάβαινες μπροστά κι εγώ ακολουθούσα. Χρώμα και μύρο η άνοιξη στα σίγουρα βήματά σου, ωδή και ύμνος στις σελίδες μου το λάμπρισμα της μορφής σου. Και τάχυνα, το ρυθμό μου να ισιώσω και θάρρεψα αντίλαλος της φωνής σου, να σε ακούσω προσευχή, πίστη κοινή να σε σμιλέψω, παράκληση οι μύχιες πεθυμιές κι απάντημα ζωής η απόφασή σου. Και φίλιωνα και αντέγραφα στις άγραφες σελίδες μου αλήθειες, πύκνωμα λόγου και άνοιγμα ψυχής, όρκους τιμής και δόκιμες υποσχέσεις. Με κοίταξες, τις σκέψεις μου αφουγκράστηκες και γρηγόρεψες την υπεράσπισή μου. «Φιλόσοφος γαρ! Οι σελίδες σου το γράφουν. Ο χρόνος είναι πρόβλεψη και πρόσταγμα ανάγκης η αγάπη. Του νου το ταίριασμα αποζήτηση και της ψυχής το μιλητό αρμονία. Φιλόσοφε γαρ! Οι γειτονιές δε σμίγουνε. Γνωρίζονται ,αγαπιούνται μα μένουν γειτονιές»! Και φάνταζες ανθισμένη μυγδαλιά και μάκραινες κελαηδισμός τ’ Απρίλη και έμενα δέντρο φθινοπωρινό κι αλάργευα νυχτοπουλιού απόηχος.