Παιχνιδιάρα η βροχή, σιγοψιθύριζε τα ερωτόλογά της στη μάγισσα νύχτα και τ’ αδέσποτο τ’ ανέμι, αλήτευε με γλυκοσφυρίγματα σε φυλλωσιές και σοκάκια. Και στάθηκα πίσω απ’ το τζάμι, έμπλεος της θωριάς και της σκιάς σου, ταξιδευτής στη θύμησή σου και νοσταλγικά ατένισα το κρυφομιλητό και την παράκληση των μελαγχολικών σου ματιών. Και αφέθηκα στην ιερή άβυσσο της πεθυμιάς και της λαχτάρας, ανάμνηση να σε κρατήσω καθώς ερχόσουν απ΄το βάθος του χρόνου πρωτάκουστο αντιφώνημα, σαγήνεμα και κάλεσμα χαράς. Ξημέρωνε μ’ έναν ζωγράφο ήλιο, να κοκκινίζει στο σύδεντρο της αυλής τ’ απόβροχου τις δροσοσταλιές. Και στεκόμουν ακόμη εκεί, λυράρης στο φέγγισμα της αυγής και της αγάπης τραγουδιστής. Άπλωνε φτερά ζωής ο νους, σμίλευε καρτέρεμα η ψυχή, τα δυο σου μάτια η ανατολή. Κι όλο να ξεφυλλίζω όνειρα κι όλο στην ομορφιά σεργιάνι, με της βροχής το γλυκομίλημα, το παρακαλετό τ’ ανέμου και του ήλιου το βλέμμα.