Τα ποιήματα, τα οποία αντιστέκονται κάθε φορά που επιχειρούνται ακόμη και οι μεθοδικότεροι των σχολιασμών τους από έγκριτους ερμηνευτές, ανήκουν προφανώς στην κατηγορία που περιλαμβάνει τις λεγόμενες απόκρυφες ποιότητες (qualitates occultae). Οι τελευταίες αποτελούν, μεταξύ άλλων, όχι μόνο τις κύριες συνισταμένες της προθετικότητας ενός συγκεκριμένου έργου, αλλά τα αίτια και τα αιτιατά των οριακών επιλογών της όλης κειμενικής στρατηγικής.
Το Άξιον Εστί κατατάσσεται σ΄ αυτή την ευγενική ομάδα των κρατυλικών δημιουργημάτων, τα οποία επιμένουν, από την αρχή έως το τέλος, να παρετυμολογούν με θάρρος τον κόσμο, παρά να αντικατοπτρίζουν με δουλικότητα όλες τις στρεβλώσεις και όλους τους εξαναγκασμούς του ανενδοίαστου πολιτισμικού μας ορθολογισμού. Στο βαθμό μάλιστα που αλήθεια σημαίνει θεία περιφορά, κίνηση του όντος, από τα δύο συνθετικά άλη (ορμή) και θεία ( θεία ούσα άλη), ενώ τέχνη πάει να πει έξη, κατοχή του νου, αν βέβαια αφαιρέσουμε το τ και προσθέσουμε το ο ανάμεσα στο χ, όπως επίσης και στο ν και στο η, δηλαδή εχονόη, όπως προτείνει με παροιμιώδη ευφράδεια ο Σωκράτης, τότε το Άξιον Εστί συνιστά την αποθέωση του νεοελληνικού αναγραμματισμού. Εκείνου που θέλησε να αντικρούσει στο πλαίσιο της ποιητικής πράξης όσα συνοψίζουν, αιτιολογημένα ή όχι, αποστροφές του είδους «καταφέρανε να έχω στη πατρίδα μου το αίσθημα του ραγιά». Αν θεωρήσουμε από αυτήν ακριβώς τη σκοπιά το πολύστιχο επίτευγμα του Οδυσσέα Ελύτη, θα μπορέσουμε να υπερβούμε με ασφάλεια τους κινδύνους και τις παγίδες που συνεπάγεται μια μονόπλευρη, θετικιστική προσέγγιση της ευρύτερης ποιητικής, την οποία υποστηρίζει υποδειγματικά το Άξιον Εστί .
Εκεί που άλλοι είδαν ή βλέπουν την πραγματικότητα ως μονοσήμαντο βατό τοπίο, ο Οδυσσέας Ελύτης μακαρίζει με αφοπλιστική εμμονή «τους δυνατούς που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο» (βλ. την ενότητα ΙΗ΄ των «Παθών»), δηλαδή το όντως ον του Πλάτωνος, το πράγμα καθ΄ εαυτό του (Ding an sich)Ιμάνουελ Καντ, την περιώνυμη, τέλος, πανταχού παρούσα αλλά μυστική, μεταφυσική ταυτοχρόνως Βούληση – δύναμη του Άρτουρ Σοπενχάουερ.
Εγκαθιδρύοντας τη φαντασμαγορία ενός μεταληθινού τοπίου, υπομνηματίζοντας ορισμένα σημαδιακά κεφάλαια μιας εξανθρωπισμένης Ιστορίας, η οποία θέλει να δικαιώσει τους αθώους, και αναδεικνύοντας με επάρκεια τις ορμέμφυτες κλίσεις, τα πάθη και τις περιπέτειες ενός κυριαρχικού σώματος, του οποίου η αναμφισβήτητη αυτοκρατία είναι ύψιστη αρετή, ο Οδυσσέας Ελύτης κατέδειξε ότι η πορεία per aspera ad astra μπορεί να είναι όχι μόνο καθαρά ατομική υπόθεση αλλά και συλλογική, δηλαδή εθνική μοίρα. Κατ΄ αυτό τον τρόπο παγιοποιείται άλλη μια φορά στα καθ’ ημάς η ταύτιση της διαχρονικής φυλετικής μας διάστασης με το αεικίνητο ποιητικό Εγώ, αυτό το κατ’ εξοχήν προσφιλές θέμα της γραφής, το οποίο ο Τζέιμς Μπόσγουελ εξήρε το 1763, ορίζοντας με παρρησία «the favorite Subject, Myself».
Όπως, δηλαδή, ένας άλλος φανατικός εργένης, ο παράδοξος μονήρης της Φρανκφούρτης και της Δρέσδης, ο Άρτουρ Σοπενχάουερ, αντέστρεψε αποφασιστικά την αρχαιότατη αντίληψη που ήθελε να ερμηνεύει τον άνθρωπο ως μικρόκοσμο και ανέλυσε τόσο διεξοδικά στο πεντηκοστό κεφάλαιο του δεύτερου τόμου του θεμελιώδους έργου του Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση (1844) τον κόσμο ως μακράνθρωπο, έτσι και ο Οδυσσέας Ελύτης εξίσωσε πανηγυρικά το σώμα, αυτόν τον ύψιστο βαθμό της αντικειμενικοποίησης της βούλησης, με την πατρίδα, τον μέγα, κατ’ ουσίαν, Κόσμο, χωρίς βέβαια να διολισθήσει στον άδοξο σολοικισμό της προγονοπληξίας.
Δεν είμαι σε θέση, την περίοδο αυτή, να γνωρίζω κατά πόσον είχε εντρυφήσει ο Οδυσσέας Ελύτης στην καινοτόμο θεωρία του Άρτουρ Σοπενχάουερ, ο οποίος σύμφωνα με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, έφτασε πολύ κοντά στην πλήρη κωδικοποίηση των νόμων που διέπουν τη λειτουργία του σύμπαντος. Αυτό όμως που πιστεύω είναι, ότι ο φιλέλληνας Γερμανός μπορεί να μας δώσει ένα ακόμη κλειδί για την περαιτέρω αποσαφήνιση πολλών λεκτικών μορφωμάτων και επιθετικών ιδεολογημάτων του Άξιον (που θα πρέπει να αναφέρεται στη Βούληση) Εστί (που θα πρέπει, κατ΄ αναλογίαν, να αναφέρεται στο είναι, δηλαδή στην Παράσταση). Άλλωστε, ο Άρτουρ Σοπενχάουερ πρέσβευε έως το τέλος του βίου του την άποψη – η οποία φαίνεται να επιβεβαιώνεται κατά κόρον στο Άξιον Εστί – ότι οφείλουμε να μάθουμε να σπουδάζουμε τη φύση, ξεκινώντας από τη μελέτη του εαυτού μας και όχι να διερμηνεύουμε τους εαυτούς μας, έχοντας ως αφετηρία τη μελέτη της φύσης.
Υπάρχει αναμφισβήτητα ένα έντονο μυστικό στοιχείο στο Άξιον Εστί: είναι οι πολύσημες συλλαβές του Δοξαστικού φέρ’ ειπείν, όπου ο ποιητής «την ταυτότητα του ν’ αρθρώσει, εκχερσώνοντας τη σιγή για ν’ αποθέσει γόνους φθόγγων και χρησμών φύτρα χρυσά». Ανήκω σ΄ εκείνους, οι οποίοι επιχειρούν να εισπράττουν ακέραιο, ει δυνατόν, όλο το χρησμικό, μετωνυμικό αυτό υλικό, χωρίς να παραβιάζουν στο ελάχιστο την αυταξία του.
Φρονώ προφανώς ότι η φαντασία είναι η βούληση των πραγμάτων, σύμφωνα με τον ορισμό, τον οποίο διετύπωσε στο Αρμόνιό του, σαράντα χρόνια πριν από το Άξιον Εστί, ο Γουάλας Στήβενς. Ήτοι: imagination is the will of things.
Προσπάθησα να δείξω ότι το έργο αυτό του Οδυσσέα Ελύτη φαίνεται ότι διαθέτει τα ικανά και αναγκαία εκείνα υφολογικά και άλλα εφόδια, τα οποία το καθιστούν πολλαπλό, ανοικτό και πολύσημο κείμενο, έτοιμο να αντιμετωπίσει τις όποιες νέες κριτικές του μέλλοντός του.