α)
Έχω την εντύπωση ότι γράφομαι. Ότι μαζί με το κείμενο εκταμιεύεται ένας συγκεκριμένος αριθμός κυττάρων μου για μια από κοινού δημιουργία κειμενοηχο-ινών. Η σωματικότητα συμμετέχει δηλαδή απολύτως στη γείωση της ποιητικής αφορμής. Το ποίημα αντιστοιχεί σε ποσότητες ιχώρ-αίματος. Για να το διατυπώσω διαφορετικά, θα ισχυριζόμουν ότι η ρυθμική ιδέα, αφού αναζητήσει μέσα από τις ταλαντώσεις της την υλική έκφρασή της, το λεκτικό της σχήμα στην περίπτωσή μας, έρχεται στα αυλάκια του νου μου να κατακάτσει, να εγκολπωθεί στην κυριολεξία εγώ, να σχηματίσει μια μικρή αποικία δευτερογενών μουσικών εννοιών. Οργανισμός φίλιος, μια ζωή μέσα στη ζωή. Οικόσιτοι στίχοι, οικόσιτες ποιητικές δοκιμές, με άλλα λόγια. Πρόκειται δηλαδή για μια διαδικασία, την οποία μαρτυρώ ενίοτε ως τρίτος, ως μέσον και ως μεσάζων. Άλλωστε, όπως προσδιορίζει ο Οδυσσέας Ελύτης στον «Λόγο περί κάλλους» στη Μαρία Νεφέλη «είμαστε το αρνητικό του ονείρου / γι’ αυτό φαινόμαστε μαύροι και άσπροι / και ζούμε τη φθορά / πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα».
β)
Γεννιόμαστε ανάμεσα σε δύο πεδία, σε δύο δομές ύπαρξης. Ρεαλιστές και ου-τοπικοί ταυτοχρόνως. Έχουμε το μοιραίο προνόμιο να προσλαμβάνουμεμε σήματα εκατέρωθεν. Αυτό θα πει ετοιμότητα άμεσης συμβολοποίησης. Κοντολογίς, αρχίζοντας να γράφω, αυτό που θα ήθελε να γίνει ποίημα, συνιστά πρωτίστως διαδικασία υποβολής, αποδοχής, φώτισης. Εξ ου και η μέση διάθεση -φωνή- κατάσταση: γράφομαι.
γ)
Σώμα γραφής: μια πάλλουσα πνευματοποιημένη υλικότητα προφανώς. Και κάτι πέρα από αυτό. Άλλωστε «ο κάθε στίχος υπάρχει ανεξάρτητα από το νόημά του», μας θυμίζει ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Αυτό το άλλο, το μυστικό στοιχείο είναι που δίνει στο αυθεντικό σώμα γραφής την αίγλη του. Την αύρα μιας υπέρ-ουσίας. Το συναρπαστικό φορτίο ενός άκρως γοητευτικού μυστηρίου. Εξ ου και η αισθητική έλξη, η ηδονή της πρόσμειξης μαζί του. Ας μνημονεύσουμε ενδεικτικά και πάλι την ανιγματική αμφισημία των «Αντιστοιχιών» του Κάρολου Μπωντλαίρ, τον κάλβειο οίστρο, τον σολωμικό Πόρφυρα, το απόλυτο παλαμικό έργο, τη Φοινικιά, την πολυσημία του ποιητικού ιδιώματος του Ουάλας Στήβενς και το Φωτόδεντρο του νομπελίστα μας Οδυσσέα Ελύτη. Στις οριακές περιπτώσεις, ο στίχος αντιπροσωπεύει το σύμπαν. Είναι κυριολεκτικά κοσμικός. Η ευτέλεια των λέξεων, η φθορά από τη χρήση τους, η υποβαθμισμένη από τα λάθη μας σημασιολογική τους εμβέλεια, όλα αυτά εν ριπή οφθαλμού ακυρώνονται. Η ποιητική δράση, η χαρτογράφηση του ονειρικού καθιστά τις λέξεις αρχετυπικές, ακαταμάχητες αλήθειες. Εμένα μου αρκούν αυτές ακριβώς οι αλήθειες. Είναι ο χώρος μου, ο χρόνος μου, το άτομο Γ.Β. στο σύνολό του, μέσα στη ζείδωρη υποκειμενικότητά του. Αύταρκες, ανυστερόβουλο, καθαρό. Είμαι – είναι συλλαβή δίποδη, δίχειρη και τα λοιπά.
δ)
Μπορώ εν πάση περιπτώσει να οικειοποιούμαι ατόφιο το μήνυμα: «επικολλώμαι σε αντικείμενα που αναγνωρίζονται με την αφή. / Αντικείμενα που αφήνουν τα γυάλινα κουτιά τους κι έρχοναι / σ΄ εμένα ανοιγοκλείνοντας το βλέφαρο της εκδοχής τους. / Γίνονται ιδέες και μου χαϊδεύουν το μάγουλο σιωπηλά. / Με δάχτυλα καθαρά και λεία / κατασκευάζω μαζί τους τη χάρτινη όψη μου / σαν να ΄ταν παιδικό μεκανό[…] Είμαστε αφές ρέουσες σε χώρα θραυσμάτων. / Το φως αναλύεται σ΄ ό, τι αγγίζει ∙ / γίνεται νερό, γίνεται φίδι στο νερό, / γίνεται δέρμα μιας άλλης ζωής. / Κι αν η καρδιά μας μεγαλώνει / για ν΄ απαιτήσουμε μια αχλύ / στον καθρέφτη του χερσαίου εαυτού μας». ( Ιδέτε το ποίημα «Παραλλαγές»: Λιάνα Σακελλίου, Αφές ρέουσες, εκδόσεις «Νεφέλη», 1992, σελ. 61).
236