Απόδοση εικαστικής δικαιοσύνης
«Ζωγραφίζοντας τους σπουδαίους, ο μεγάλος καλλιτέχνης τους δίνει θέση στην Ιστορία, αλλά μαζί τους εισέρχεται και αυτός όχι μόνο από την ποιότητα του έργου του αλλά και από όσα «διηγείται» για τον ίδιο» (Από το βιβλίο, σελ. 45).
Ας μνημονευτεί εδώ άλλη μια φορά η πρόβλεψη μετά φόβου του Βάλτερ Μπένγιαμιν, όπως εκφράστηκε πριν από έναν, περίπου, αιώνα: τόσο η εφεύρεση της φωτογραφίας, όσο και η αντίστοιχη του κινηματογράφου θα επιφέρουν αναγκαστικά την εξάλειψη της σκιάς. Σ’ ένα μεγάλο βαθμό, θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι η τρέχουσα συνθήκη επαληθεύει την πρόγνωση του στοχαστή. Οι σκιές και τα συμφραζόμενά τους όντως είναι πλέον είδη απολύτως δυσεύρετα. Γι’ αυτό και ο Καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Διευθυντής του Εργαστηρίου Πολιτικής Επικοινωνίας, κ. Α – Ι. Δ. Μεταξάς μας προσκαλεί να περιδιαβάσουμε σημαίνοντα έργα και μάλιστα προσωπογραφικές μαρτυρίες του ελαφρώς παραγνωρισμένου ζωγράφου Σπύρου Βικάτου (1878-1960, όπου μεταξύ άλλων δοξάζεται η σημειολογία της σκιάς και η ευγλωττία της κρίσιμης απόχρωσης.
Αποδεικνύεται ότι ο εν λόγω καλλιτέχνης όντως διακρίνεται από «έναν μετανεωτερικό τρόπο ζωγραφικής σκέψης που λίγοι καλλιτέχνες μοιράζονται την ίδια εποχή και που σαφώς αντιπαρατίθεται στην τυπικότερη εξιδανικευτική προσωπογραφική νομιμότητα» (ιδέτε σελ. 59). Στη συνέχεια η παρούσα, από πολλές πλευρές υποδειγματική μελέτη, εξειδικεύεται στην ενδελεχή υπογράμμιση και εξαντλητική προβολή όλων εκείνων των χαρακτηριστικών πτυχών της συγκεκριμένης εικαστικής στρατηγικής του Σπύρου Βικάτου, η οποία κατόρθωσε να αναδείξει την ατομική, δηλαδή πρωτογενή ή κατ’ άλλους βαθύτερη αλήθεια του εικονιζόμενου ισχυρού προύχοντος ή ακόμη και, δρώντας εμφανώς αντιστικτικά, του ανέκκλητα αποκλήρου της ζωής.
Η προσωπογραφία του Σπύρου Βικάτου θεάται πολλαχώς. Θέτει δηλαδή ένα υπέρ τοπίο πίσω ή πάνω από το πρωταρχικά προσφερόμενο, το δήθεν μονοσήμαντο. Η ποικιλία των ποιοτήτων εκμαιεύεται εν ολίγοις σταδιακά: το μάτι καθίσταται ζωγραφικό έργο, ενώ το ίδιο το ζωγραφικό έργο ανοίγει ως οφθαλμός εντός μας. Θα έλεγα ότι εδώ ισχύει και κατ’ αναλογίαν πάντα ό, τι ακριβώς ισχύει και στην περίπτωση της άλλης ποιητικής κοινωνίας, ήτοι: «Όλα τα κείμενα είναι διαφορετικά. Πρέπει να προσπαθούμε να μην τα υποβάλλουμε ποτέ με το ίδιο «μάτι». Κάθε κείμενο επικαλείται, εάν μπορούμε να το πούμε έτσι, ένα διαφορετικό «μάτι». Βεβαίως, σε κάθε μέτρο το κείμενο ανταποκρίνεται και σε μια κωδικοποιημένη, προσδιορισμένη προσδοκία, σε ένα μάτι και σ’ ένα αυτί που το προσλαμβάνουν και το υπαγορεύουν, κατά κάποιον τρόπο, ή το προσανατολίζουν». (Ιδέτε Jacques Derrida, Tι σκέφτονται οι φιλόσοφοι, στο Κριοί, πρόλογος-μετάφραση: Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου, επίμετρο: Γιώργος Βέλτσος, εκδόσεις «Ίνδικτος», 2008, σελ. 11 επ.).
Οι εμπεριστατωμένες τοπολογικές, αισθητικές και συγκριτικές διευθετήσεις της διευρυμένης, καλώς συγκερασμένης εισαγωγής υποστηρίζουν εύστοχα την ειδικότερη δοκιμιακή γραμμή. Τα στελέχη του δυναμικού δίπολου ζωγράφος (υποκείμενο) και πρόσωπο (αντικείμενο)συνυπάρχουν, συλλειτουργούν, συνομιλούν σε άμεση μάλιστα συνάρτηση με τους ιδιωτικούς ένδον δαίμονες και ό, τι αυτοί ποικιλοτρόπως κελεύουν. Η προσωπογραφία της αμιγώς εξπρεσιονιστικής απόκλισης συνιστά εν προκειμένω την εμπράγματη εξομολόγηση: το κύρος του(της) προσωπογραφομένου (ης) δεν θέλει να αποκρύψει τα αίτια και τα αιτιατά του, ούτε αποσκοπεί στη διηνεκή προώθηση κατ’ ανάγκην επινοημένων αξιών ή ασυστόλων ψευδών.
Η εποικοδομητική πρόσληψη είναι δηλαδή καθαρά υπόθεση προσεκτικής ανάγνωσης των φωτοσκιάσεων, υποδηλώνει ο σεμνά πολύτροπος Σπύρος Βικάτος του Α – Ι. Δ. Μεταξά. Απαλλαγμένος από τερτίπια και κόλπα του εργαστηρίου της εποχής του, ο κάθε άλλο παρά ματαιόσπουδος χρωστήρας ανασυγκροτεί μετά παρρησίας τον κόσμο, χωρίς να εθελοτυφλεί ή να αυθαδιάζει. Η ειλικρίνεια της σκιάς είναι απολύτως σεβαστή: τα πρόσωπα φθέγγονται, έχοντας ακυρώσει εκ των προτέρων όλους τους μηχανισμούς μιας επώδυνης αυτολογοκρισίας. Η συμφωνία ζωγράφου – προσώπου βρίσκεται δηλαδή στον αντίποδα των δοσοληψιών του Φάουστ με το Έρεβος: η αθανασία της εικονοφιλικού προσώπου είναι εφικτή σε αμιγώς ηθική βάση.
Ο ζωγράφος αυτός προσφέρει διαιώνιση του ειδώλου μέσα από τη στοχαστική μεθοδολογία της χρωματολογικής δαψίλειας. Ή όπως επακριβώς καταδηλώνεται: «Ο Σπύρος Βικάτος όχι μόνο αντιστάθηκε στην αισθητική στασιμότητα που χαρακτήριζε τον εδώ προσωπογραφικό λόγο, αλλά και σεβάστηκε το ταλέντο του. Και δεν άφησε να το καταπιεί η υποχρέωση πλήρους συμβιβασμού προς το ισχύον. Αν αυτό είχε συμβεί, ίσως να σήμαινε την αναίρεση της εικαστικής του ελευθερίας. Και τότε, ο διακριτικά αιρετικός τους λόγος μπορεί να μην είχε προφερθεί.» (Ιδέτε σελ. 86). Από την άποψη αυτή το εγχείρημά του θα συγκριθεί με τα ακραία όσο και σημαδιακά για την οικουμενική εικαστική πράξη διακυβεύματα των Tiziano Rembrandt, Velasquez, Goya και Daumier (ιδέτε σελ. 39). Το ποίημα της ζωής ξεδιπλώνεται στην επιφάνεια του προσώπου, το οποίο από περιορισμένο που είναι φύσει γίνεται απεριόριστο θέσει. Το στοίχημα του Σπύρου Βικάτου με τη ζωγραφική ασφαλώς κερδήθηκε: ο πίνακας ξεπερνά τις προσδοκίες της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και καθίσταται παραγωγικό νυν.
Οι σκιές εν τέλει ομιλούν.