Όποτε προσεγγίζουμε έναν δομικά επαρκή κειμενοχώρο, αρκούν, ως γνωστόν, λίγες μόνο λέξεις, ελάχιστα συμφραζόμενα, για να δοθεί, κατά τρόπο συνοπτικό, εναργή, έγκαιρο κι άλλο τόσο έγκυρο, το στίγμα ενός αισθητικά ολοκληρωμένου προϊόντος του παραγωγικού λόγου. Όπως, φέρ΄ ειπείν, συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Απομονώνω αμέσως λοιπόν τα εξής χαρακτηριστικά εγκώμια για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: “Γλυκιά μου, Νικόλ, ασημόγκριζη γάτα του Τσεσάιρ, μνησίκακη ψιψίνα του Μπαλτίς, Αιγύπτια θεά, ερωμένη, εκστατικό μου κατσουλίνι, που ανακλαδίζεσαι νωχελικά πάνω στο δαμασκηνό ριχτάρι και μηρυκάζεις ανέμελα το κατηχητικό της καύλας σου…”. Αντιλαμβάνεται κανείς, μεταξύ άλλων, ότι η Νικόλ κατοικεί στο μακρύ κατάλογο των επινοημένων προσώπων του συγγραφέα, ο οποίος προφανώς θα έχει εντρυφήσει, λόγω της ιδιοσυγκρασίας του ή απλώς λόγω της επαγγελματικής του υπευθυνότητας, η οποία παλαιόθεν τον διακρίνει, και στο περιώνυμο Βιβλίο των Φανταστικών Όντων του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ο δε χώρος του παρόντος ψευδο-δράματος δεν αντιστοιχεί στην έπαυλη του Χιου Χέφνερ, του ευφυούς γεννήτορα του Play Boy, ή στην εμβληματική σουίτα ενός εξέχοντος ξενοδοχείου της Κυανής Ακτής, όπως θα ανέμενε από τις πρώτες σελίδες ο βιαστικός αναγνώστης, αλλά στο υποτυπώδες εκείνο κατάλυμα, οιονεί κελί, το οποίο είθισται να προσφέρει το πεπρωμένο σε αρκετούς λογοτέχνες. Εκεί εκτελούν διάφορα καθήκοντά τους, επώδυνα συνήθως, στα οποία εκ προοιμίου συμπεριλαμβάνεται αυτό της ηρωικής, μέχρις εσχάτων, αυτομαστιγώσεως.
Ο χρόνος στο καθ΄ υπερβολήν ασθματικό Φλας στη νύχτα συνιστά ένα εμφανώς διεσταλμένο, εξαιρετικά γόνιμο παρόν. Ήτοι εκείνο, το οποίο προκύπτει από τη διεξοδική μελέτη του εγγεγραμμένου Όντος σ΄ ένα ευκρινέστατο βάθος χρόνου. Εδώ επίσης απαντούν ποικίλες διακριτές αισθήσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι εξής τρεις: η πανίσχυρη λίμπιντο επείγεται να συμπυκνωθεί σε μια λεκτική τζούρα, οι αυξομειώσεις των ταχυτήτων της υπερμνησίας είναι κατά κανόνα απρόβλεπτες, η γλώσσα δεν προτίθεται να αντικατοπτρισθεί στην όποια εξ αντικειμένου πραγματικότητα, καθώς επιδιώκει συνειδητά να ταξινομήσει κυρίως τη φαντασιακή προέκτασή της, ό, τι εν ολίγοις την ενδιαφέρει κατ΄ εξοχήν. Διαβάζοντας, δηλαδή, εντατικά, ταξιδεύουμε εκόντες άκοντες στον ωκεανό των γραφών, που μας κληροδότησαν οι γίγαντες, αλλά και οι νάνοι της διεθνούς λογοτεχνίας. Πρόκειται εν ολίγοις για ένα φροντιστήριο ειλικρινούς κειμενικής αγωγής. Η γραφή δεν προϋποθέτει τον εποπτικού νου, αποτελεί το περιεχόμενο του ίδιου του εποπτικού νου. Το ήθος της συνιστά το ήθος ενός αθλητού των παραγράφων με ευέλικτη, πρόσφορη στίξη, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να υπακούσει στα κελεύσματα της δημιουργικής ορμής. Το πανηγύρι των περιόδων συνιστά εορτή του φθεγγόμενου ουρανίσκου. Επισημαίνω ότι κερδισμένος βγαίνει τόσο ο ενήμερος περί των παιγνίων της εξειδικευμένης γραφής αναγνώστης – θεατής, όσο και ο άλλος, ο κατά τύχη αμύητος στις θανάσιμες υπερβολές του τζοϊσικού ιδιώματος, στις ατέρμονες δολιχοδρομίες των υπερρεαλιστών, στα φλογερά, ακατάσχετα λογύδρια του Ντε Σαντ, στην παλιλλογία του προυστικού καταπιστεύματος, στο σφυροκόπημα της εσωστρεφούς ρητορείας του Μπέκετ, αλλά και στις πολλαπλές διερμηνείες, οι οποίες στοιχειώνουν κατά κόρον την επιστήμη της κειμενογλωσσολογίας. Δηλαδή ο εν λόγω συγγραφέας δεν είναι απλώς ένας ευρηματικός εκπρόσωπος του είδους, κάτι που θα συνιστούσε ασφαλώς κοινοτοπία, αλλά ένας βασανιστικά καταρτισμένος λόγιος. Κάτι που δεν είναι εντελώς αυτονόητο στις μέρες μας. Συγκρατώ ότι το βιβλίο διαβάζεται περισσότερο ως ένα διακεκαυμένο απόσπασμα της γενικότερης, ήτοι διαχρονικής κατάθεσης του συγγραφέα, παρά ως αυτοτελές έργο. Η κειμενική μήτις αναβαθμίζει το μυθιστόρημα αυτό σε δυνητική αλήθεια. Ο χρόνος θα δείξει ίσως αργότερα κάποιες ρυτίδες, κάποιους προβληματικούς σημασιοσυντακτικούς αρμούς, οι οποίοι δεν ανιχνεύονται τώρα ούτε με το μικροσκόπιο. Οπότε θα επέμβει ο δημιουργός για μιαν αναθεώρηση της νέας αυτής αναθεωρημένης έκδοσης, όπως καταγράφεται εμφανώς με κόκκινα στοιχεία στον ψευδότιτλο, κ. ο. κ.
Ενημερωμένος περί της ευτυχούς τρέλας, η οποία ενδέχεται να ενδημεί στην απλούστερη των λέξεων, ο συγγραφέας δεν σκιαμαχεί με το ενδεχόμενο Νόημα. Ούτε καταφεύγει στα τερτίπια της δήθεν νεωτερικής απόκλισης της πεζογραφίας, όπως διανέμονται αφειδώς στο εμπόριο του λόγου. Απλώς χτίζει καταλυτικό σκώμμα. Επιδίδεται ταυτοχρόνως σε αυτό που γνωρίζει κάλλιστα: να αναπαλαιώσει, εννοώ, το προσφιλές ρήμα, να ενυδατώσει τις ειδολογικές του προαιρέσεις στο ευρύτερο πεδίο των σημαινομένων, να αναδιανείμει αξίες, να σφυρηλατήσει ταυτότητα παρενδυσιών. Εξ ου και η ακατάλυτη παράθεση αποσπασμάτων από την παγκόσμια λόγια παράδοση του νευρώδους λόγου, η ασίγαστη συνομιλία με τους πατέρες του είδους, η αυτοελεγχόμενη χρήση της μετωνυμίας, η υπονόμευση των δήθεν προτύπων, η αντίστοιχη αποδόμηση των σφετεριστών του Ύφους, η ύφανση μιας ύπαρξης, επιδέξιας στην πλήρη κατανόηση της ματαιότητας του παντός κόσμου.
Άξιος εν τέλει ο μισθός του: η Νικόλ θυσιάζεται χωρίς κανέναν ενδοιασμό στο βωμό της αγαθοεργούς λεξιλαγνείας. Χωρίς μάλιστα να βγάλει κιχ. Παραθέτω την ομολογία του ίδιου του θύτη, ο οποίος, σημειωτέον, δεν δείχνει να διακατέχεται ούτε από ένα έστω ίχνος τύψεως: “ Στο βάθος την ποθούσα σφοδρά, αλλά η έλξη που ασκούσε πάνω μου τρεφόταν από αηδία· ένα μίασμα ήταν η συμβολική εικόνα της Νικόλ, όμως το σώμα της έμοιαζε με επιτομή του σύμπαντος ενστίκτου, που επιθυμούσα να το τεκμηριώσω με τον φτωχό μηχανισμό του πέους μου· το ζούσα σαν ένα απαράγραπτο μεταφυσικό αίτημα που θα έδινε στη φύση τη νομιμοποίησή της…”. Σχόλιο στο περιθώριο των εξομολογήσεων του οτρηρού εραστή, το οποίο μάλλον παρέλειψε από αβλεψία ο τυπογράφος: η λογοτεχνία καλά κρατεί, αποποιούμενη μετά της προσήκουσας βδελυγμίας κάθε προσφερόμενο από τυχάρπαστους επικήδειό της.
Το διηγητικό εγώ έχει ξεπεράσει προ πολλού όλους σχεδόν τους κινδύνους και τις παγίδες της αυτοεπικάλυψης από την καταχρηστική επανάληψη των δεδομένων όρων και δεικτών, τόσο της εγχώριας, όσο και της αλλοδαπής σκηνής. Ξέρει απλώς πότε και πώς να φρενάρει. Δεν παύει να δηλώνει εμμέσως πλην σαφώς ότι η σκέψη του δεν υιοθετεί τους μηχανισμούς της από την αγορά, αλλά θέλει να τους δοκιμάσει στην αγορά. Δεν συμπεριφέρεται, για να το διατυπώσω διαφορετικά, σαν να ήταν ένα ακόμα αδέσποτο σκυλί, όπως θα υποστήριζε αίφνης εν προκειμένω ο Γιαν Φαμπρ, αλλά ως να ήταν από πάντα ένας δόκιμος φύλακας της ιδιοπροσωπίας του. Κοντολογίς, το ηλεκτρισμένο εγώ γνωρίζει πώς να κυριολεκτεί μέσα σ΄ ένα όργιο παραθεμάτων, κρίσεων, απροκάλυπτων παρεκβάσεων και αλλεπάλληλων αναφορών σε έργα μεγαλοφυών τρίτων, ων ουκ έστιν αριθμός.