Διακρίνω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τους εξής ενδεικτικούς αφορισμούς από το «Συνεκτικό υλικό», το εξηκοστό πέμπτο ποίημα του βιβλίου: « …ένα σύμπαν αναίτιο. / Ένα ανομολόγητο σφάλμα. / Να ζήσουμε σαν να υπήρχε λόγος. / Να πεθάνουμε σαν ν΄ αξίζει τον κόπο. / Να πειθαναγκαστεί η αιωνιότητα / Να ριχτεί για τα καλά στη βιοπάλη». Με τρεις τρόπους φρονώ ότι μπορούμε να διαβάσουμε την ειδική πρόταση της πολυβραβευμένης Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου, όπως κατατίθεται στην ως άνω συλλογή της. Πρώτον ως διερμηνεία ενός φαινομένου ατομικής και συλλογικής πτώσης, με εμφανείς όμως αναλαμπές ηθικής ανόρθωσης, η οποία ακυρώνει προσώρας την ολική ματαίωση του υποκειμένου. Δεύτερον ως εμπέδωση της παραγωγικής, απρόσκοπτης συνάρθρωσης του αβαρούς, ενίοτε διφορούμενου γράμματος με την ad hoc βαρύνουσα ποιητική έννοια. Και τρίτον ως ευθεία αναγωγή του τρέχοντος κρίσιμου ή δήθεν ασήμαντου συμβάντος σ΄ ένα σταθερό δείκτη νοσταλγίας των πρωτογενών κοιτασμάτων του εγώ.
Στο θέατρο της γλώσσας, η δυναμική του σωματικού ρήματος της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου παραμένει το υπογραμμίζω αυτό, αμείωτη. Με ιδιαίτερη συνέπεια τηρεί τις υφολογικές δεσμεύσεις, τις οποίες η ίδια θεωρεί ικανές και αναγκαίες εκ προοιμίου. Μόνιμος στόχος παραμένει η γόνιμη διαχείριση ακόμη και του ελάχιστου υλικού, ώστε μέσω αυτού να προκύψει το μέγα ποθούμενο, ήτοι το εννοιολογικά μείζον. Ο στίχος διατηρεί φανατικά τα του εαυτού, αρνούμενος ν΄ απεμπολήσει το παραμικρό από όσα δικαιωματικά του ανήκουν. Εξ ου και η ασφάλεια των εκφορών του καθοριστικού, καλώς συγκερασμένου λόγου. Ο τελευταίος γνωρίζει πώς να συνέχει το παρόν έργο σε όλη του την έκταση. Η οιονεί επιγραμματική, αποφθεγματική έκφανση εμπεριέχει, βάσει συγκεκριμένου προγράμματος της λεκτικής δράσης, τόσο την πανθομολογούμενη όσο και την άλλη, την απόκρυφη βάσανο ενός εξόφθαλμα ανορθολογικού βίου. Το ποίημα συνιστά κατά συνέπεια σκεύος οδύνης. Το δε απόθεμα των συναφών μαρτυριών κατανέμεται με γραμματική και συντακτική προσοχή. Άλλωστε η επαγγελματική φιλολογική κατάρτιση της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου έχει ήδη τεθεί ασμένως προ πολλού στην υπηρεσία του ποιητικού τολμήματος. Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό χωρίο από την κομβική «Διαθέσιμη ύλη»: «Πόνος μού κάθεται στο στήθος / Όπως αρνί μες στο χιόνι / Μου ανοίγει μια ρίζα φαγώσιμη / Κι ανάμεσα στα χάλκινα φύλλα / Αστράφτει θρεπτικό φθινόπωρο. / Λάμπουνε οι πάγοι σ΄ ένα θέρετρο / Kάτω από μαλακή βραχνάδα /Και βλέπω στην άμμο το χνάρι μου. / Εκεί παραθερίζω με μπαστούνι,/ Δυο πατημασιές και μια τρύπα». Τα ισόβαρα φορτία επιβεβαιώνουν στην πράξη την επιμέλεια που έχει ασκηθεί σε μακροχρόνια, είναι φανερό, βάση. Σκαρί επιτήδειο, εξειδικευμένο σε μεταφορές σημαινόντων, το ποίημα αποτελεί διακριτή ετεροτοπία.
Η κατασταλαγμένη πείρα των αλλεπάλληλων σαρωτικών βλεμμάτων του πρόσφατου και απώτερου παρελθόντος διοχετεύεται στις οδούς και στις παρόδους του ποιήματος με εργαλειακό μέτρο, με προσήλωση δηλαδή στις προδιαγραφές αρμονικών συσχετισμών. Κι εδώ ακριβώς η πολιτική της σύνθεσης στο Ελάχιστο ψωμί της συνείδησης συναντά ένα μέρος του συντάγματος των παλαμικών κανόνων, όπως διατυπώθηκαν το 1925. Εστιάζομαι στα εξής: «την ποίηση αδυνατώ να τη συλλάβω έξω από το στίχο. Και με την αντίληψη αυτήν, τα ζητήματα της μετρικής τέχνης είναι στην προοπτική μου ισομέγεθα και ισοδύναμα με τα προβλήματα της ποιητικής πνοής, είναι ομοούσια ή ομοιοούσια». Όπως έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των δημιουργικών αποστάξεων των λογοτεχνών της γενιάς του εβδομήντα, η διεξοδική γραφή της Δ.Χ. Χριστοδούλου, στους αντίποδες των προσπαθειών πολλών ετέρων, οι οποίοι έμειναν οργανικά μάλλον ανεξέλικτοι, προβάλλει δεόντως την προσέγγιση μιας διαφορετικής πτυχής του προσώπου του κόσμου, ο οποίος κατ΄ ανάγκη μας περιβάλλει. Επιστρατεύεται βεβαίως, μεταξύ άλλων: οι αθέλητες μνήμες, οι εποικοδομητικοί συγκερασμοί ποικίλων αντιφάσεών μας, οι απαραίτητοι υπαινιγμοί, οι αποκρυπτογραφήσεις αρκετών μηνυμάτων από τον χώρο του υπέρλογου, οι επανακτήσεις αρκετών από όσα νοούνται ως αγαθά, οι άκρως φιλελεύθερες χρήσεις των συνειρμών, οι επινοήσεις φιλίων συντεταγμένων ονείρου, οι αποδελτιώσεις στιγμών έκστασης ενός χρόνου που δεν σπαταλήθηκε πλήρως. Η αλήθεια, η απόδοση της ταυτότητας, η οριοθέτηση της ατομικότητας συνιστούν εν τέλει εδώ υποθέσεις μουσικής.
Από τον ένα τίτλο στον άλλο εξελίσσονται, επαναδιαμορφώνονται, ακινητοποιούνται προφανώς για να αυτοσυγκεντρωθούν, επανακάμπτουν, τυποποιούνται και αλληλοϋποστηρίζονται διαδοχικώς τα διαβήματα εκείνα της ύπαρξης, τα οποία θέλουν να την αναβαθμίσουν, παρά τις όποιες δεδηλωμένες, εγγενείς αδυναμίες, σε όντως Πρόσωπο. Στο μεταξύ, η γραφή στην προκειμένη περίπτωση συνεχίζει να υποστηρίζει ακράδαντα ότι οι όποιες αξίες, οι όποιες παράμετροι των ποιοτήτων του βίου διερμηνεύονται, αποκαθίστανται και κατοχυρώνονται πάντα στο πρόσφορο έδαφος της εξ υποκειμένου θέασης του περιρρέοντος είναι. Διακρίνω τα εξής από τη «Διαστρωμάτωση», το κατά σειρά εξηκοστό έκτο ποίημα της συλλογής: «Εμείς οι ελεύθεροι, στο οστεοφυλάκιο, / Μωρά με αφέψημα παπαρούνας / Στην κούνια ενός αργού δευτερόλεπτου / – Βρέχει μελάνι…- καταγράφουμε / Την επιστήμη της δολιοφθοράς. / Καθένας μας ένα πηγάδι βατράχια». Όσο κι αν οι αισθήσεις μάς παγιδεύουν σε καθημερινή βάση, θα υφίσταται πάντα η δυνατότητα της απεμπλοκής του ένδον ψεύδους και της ακόλουθης προαγωγής της βιωμένης αλήθειας σε βάθρο αντοχής. Ό,τι δηλαδή καταδηλώνει σε μια προσέγγιση δεύτερου βαθμού το Ελάχιστο ψωμί της συνείδησης.