Διαβάζοντας αυτές τις μέρες το ως άνω βιβλίο, θεώρησα τα εξής δέκα πέντε χωρία αναφορών ως ενδεικτικά εν γένει, μεταξύ πολλών άλλων, του εννοιολογικού υποβάθρου του.
Παραπέμπω κατά λέξη:
1.«κάθε σώμα, κάθε ψυχή και κάθε σκέψη είναι ένα μοναδικό προϊόν της οικουμενικής αλληλουχίας και δεν υπάγεται σε ένα είδος και ένα γένος. Ή μάλλον, μοιάζει να υπάγεται μόνο για τη φαντασία μας, την οποία εξαπατούν φαινομενικές ομοιότητες»
2.«Δεν θα έπρεπε να με ρωτάς αλλά να καταλάβεις από μόνος, σωπαίνοντας όπως κι εγώ σωπαίνω και δεν συνηθίζω να μιλώ. Τι πρέπει λοιπόν να καταλάβεις; Ότι το δημιούργημα μου είναι ένα θέαμα δικό μου, της σιωπούσας, ένα αντικείμενο θέασης που προέκυψε εκ φύσεως κι έχει λάβει από εμένα – η οποία επίσης προέκυψα από μία τέτοια θέαση – την τάση να θεάται. Και η θέασή μου δημιουργεί το βλεπόμενο όπως ακριβώς ιχνογραφούν οι μαθηματικοί μόνον εφόσον θεώνται. Και ενώ εγώ βέβαια δεν ιχνογραφώ αλλά μόνο βλέπω, προκύπτουν οι γραμμές των σωμάτων κάπως σαν βροχόπτωση. Με εμένα δεν συμβαίνει τίποτε διαφορετικό από εκείνο που συμβαίνει με την μητέρα μου και τους γονείς μου. Κι εκείνοι προέκυψαν από μία τέτοια θέαση».
3.«Αφού δημιούργησε – και έδωσε στους άλλους – τη φιλοσοφία {όπως και την πολιτική και τη δημοκρατία), ο ελληνικός λαός έμεινε, για δεκαπέντε αιώνες, χωρίς φιλοσοφία. Δημιούργησε τη φιλοσοφία σημαίνει αχώριστα: δημιούργησε τη φιλοσοφική γλώσσα και τη γλώσσα που εμπεριέχεται και εγκυμονεί τη φιλοσοφική ερώτηση και σκέψη. Μια γλώσσα που παράγει το πράγμα από το πράττω ∙ όπου το φαίνομαι διατρέχει όλο το σημασιακό ημικύκλιο που αρχίζει από το «λάμπω μέσα στην αναμφισβήτητη αυτόφωτη παρουσία» μέχρι το εκ διαμέτρου αντίθετο «απλώς εμφανίζομαι, αλλά αληθινά δεν υπάρχω» ∙ όπου λόγος, εκτός από τις σχεδόν αναρίθμητες άλλες σημασίες του, ενώνει και το «περιεχόμενο» της σκέψης και τη «γλωσσική έκφραση» της και τη «δύναμη» του ανθρώπου να μιλάει / σκέπτεται – παραδείγματα που θα μπορούσαν εύκολα να γεμίσουν σελίδες και η συζήτηση τόμους. Μια τέτοια γλώσσα, κατά κάποιο τρόπο, είναι ήδη δυνάμει φιλοσοφία. […] Στην Ελλάδα επικράτησε, για εκατόν πενήντα χρόνια, ένας ανόητος πουρισμός, παλιότερα καθαρευουσιάνικος, που απαγόρευε τη χρησιμοποίηση άλλων ριζών εκτός από μερικές αρχαίες ελληνικές, υστερότερα δημοτικισμός, που απαγόρευε τη χρησιμοποίηση αρχαίων ελληνικών ριζών. Έτσι γινήκαμε φιλοσοφικά κωφάλαλοι».
4. «Όποιοι δοκίμασαν τον καρπό της γνώσης έχουν χάσει τον παράδεισο. Όσο περισσότερο αγωνιστούμε να επιστρέψουμε στην ηρωική εποχή των φυλετικών κοινοτήτων, τόσο πιο σίγουρα θα καταλήξουμε στην Ιερά Εξέταση, στη Μυστική Αστυνομία και σε έναν εκρομαντισμένο γκανγκστερισμό. Αρχίζοντας με την καταστολή της λογικής και της αλήθειας, τελειώνουμε με την καταστροφή οτιδήποτε ανθρώπινου. Δεν υπάρχει επιστροφή σε αρμονική φυσική κατάσταση. Στρεφόμενοι προς τα πίσω θα προχωρήσουμε όλο το δρόμο – θα επιστρέψουμε στα κτήνη».
*
5.«Τα λόγια, τα γραπτά, γεννιούνται από το μηχανισμό, όχι από κάποια ανθρώπινη φύση∙ έτσι, εκεί όπου υπάρχει σημείο, δεν μπορεί να υπάρχει ο άνθρωπος∙ εκεί όπου κάνουμε τα σημεία να μιλούν, ο άνθρωπος πρέπει να σωπαίνει».
6.«Γράφοντας, ο μηχανισμός της σκέψης γίνεται πιο άνετος» γράφει ο Νίκος Γαβριήλ.
7.«Ο άνθρωπος δεν είναι ένα λογικό ζώο, όπως το βεβαιώνει ο παλαιός κοινός τόπος. Ούτε όμως είναι ένα άρρωστο ζώο. Ο άνθρωπος είναι ένα τρελό ζώο ( που στην αρχή είναι τρελό) και που, γι΄ αυτό επίσης τον λόγο, γίνεται ή μπορεί να γίνει λογικό. Το σπέρμα της ratio περιέχεται επίσης στην ολοκληρωτική τρέλα του πρώτου αυτισμού. Μια ουσιαστική διάσταση της θρησκείας, δεν χρειάζεται να το υπομνήσουμε, αλλά και μια ουσιαστική διάσταση της φιλοσοφίας και της επιστήμης απορρέουν από αυτό».
8.Η τελευταία φράση: «Ο άνθρωπος θα σβηστεί μια μέρα, όπως στο ακροθαλάσσι ένα πρόσωπο στην άμμο».
9.«Έτσι, είναι λοιπόν που υπάρχουν ανάμεσα στον Καντ και τους Ελεατικούς, ανάμεσα στον Σοπενχάουερ και τον Εμπεδοκλή, ανάμεσα στον Αισχύλο και τον Βάγκνερ, τέτοιες διασυνδέσεις, τέτοια συγγένεια που έχει κανείς την αίσθηση ότι σχεδόν αγγίζει με τα δάχτυλα την κατ’ εξοχήν σχετική φύση των εννοιών του χρόνου».«Η ψυχή κοιμάται σήμερα, μεθυσμένη από τις λέξεις που έχει ακούσει, αλλά κάποιο πρωί θα ξυπνήσει απότομα και θα παραδοθεί στην έκσταση της ελευθερίας, γιατί δε θα υπάρχει τίποτε πια για να την εξαναγκάσει: καμιά κυβέρνηση, καμιά θρησκεία, κανένα σύστημα. Οι δημοκράτες όλων των αποχρώσεων μου φαίνονται οι πιο άγριοι παιδαγωγοί, καθώς όλο ονειρεύονται οργανώσεις και νομοθεσίες και κοινωνίες δομημένες σαν μοναστήρια».
10. «Η ψυχή κοιμάται σήμερα, μεθυσμένη από τις λέξεις που έχει ακούσει, αλλά κάποιο πρωί θα ξυπνήσει απότομα και θα παραδοθεί στην έκσταση της ελευθερίας, γιατί δε θα υπάρχει τίποτε πια για να την εξαναγκάσει: καμιά κυβέρνηση, καμιά θρησκεία, κανένα σύστημα. Οι δημοκράτες όλων των αποχρώσεων μου φαίνονται οι πιο άγριοι παιδαγωγοί, καθώς όλο ονειρεύονται οργανώσεις και νομοθεσίες και κοινωνίες δομημένες σαν μοναστήρια».
11.«Μπορεί να υπάρξει λογικό σύστημα, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει σύστημα της ύπαρξης»
12 «όσο περισσότερες συγκινήσεις μας αφήνουμε να εκφραστούν για ένα και το αυτό ζήτημα, όσο περισσότερα διαφορετικά μάτια χρησιμοποιούμε για να κοιτάξουμε το ίδιο πράγμα, τόσο πιο πλήρης γίνεται η «έννοια» που σχηματίζουμε γι’ αυτό, η αντικειμενικότητά μας».
13 «Η έρευνα για καινούργια φιλοσοφικά μέσα έκφρασης εγκαινιάστηκε από τον Νίτσε και σήμερα πρέπει να συνεχιστεί με αναφορά στην ανανέωση κάποιων άλλων καλών τεχνών, όπως το θέατρο κι ο κινηματογράφος. Θα μπορούσαμε έτσι από αυτή τη στιγμή να αναρωτηθούμε πάνω στη χρήση της ιστορίας της φιλοσοφίας. Έχω τη γνώμη ότι η ιστορία της φιλοσοφίας πρέπει να παίξει ρόλο ανάλογο με τον ρόλο του κολάζ στη ζωγραφική. Η ιστορία της φιλοσοφίας είναι η αναπαραγωγή της ίδιας της ιστορίας».
14 «Η εναρκτήρια μορφή της ανατολικής σκέψης εξακολουθεί να στοιχειώνει τη διδασκαλία των Ελεατών, με τους οποίους επίσης ο Spinoza πρέπει να διατηρεί προνομιακή σχέση: το Ένα, ως καθαρό και άμεσο είναι, συνιστά συγχρόνως διάλυση κάθε καθορισμένης πραγματικότητας, εξαφάνιση του πεπερασμένου στο άπειρο, κατάργηση κάθε ατομικότητας και κάθε διαφοράς. Και, όπως είχε ήδη επισημάνει ο Πλάτωνας στους τελευταίους διαλόγους του, στηριζόμενος ο ίδιος στην οπτική γωνία μιας διαλεκτικής, ο λόγος στον οποίο εκφράζεται αυτό το απόλυτο ή αυτή η αρχική ολότητα, στον βαθμό που αποκλείει κάθε αρνητικότητα, στον βαθμό που αρνείται να παραχωρήσει μια ύπαρξη στο μη είναι, είναι ένας αδύνατος λόγος»
15 «Φτιάχνω, ξαναφτιάχνω και καταστρέφω τις έννοιές μου με βάση έναν κινούμενο ορίζοντα, ένα κέντρο διαρκώς αποκεντρωμένο, μια περιφέρεια αέναα εκτοπισμένη που τα επαναλαμβάνει και τα διαφοροποιεί. Είναι δουλειά της μοντέρνας φιλοσοφίας να ξεπεράσει τα δίπολα έγχρονο/ άχρονο, ιστορικό/ αιώνιο, συγκεκριμένο/οικουμενικό. Στα χνάρια του Νίτσε, ανακαλύπτουμε το ανεπίκαιρο σαν κάτι πιο βαθύ από τον χρόνο και την αιωνιότητα: Η φιλοσοφία δεν είναι φιλοσοφία της ιστορίας ούτε φιλοσοφία της αιωνιότητας, αλλά μάλλον ανεπίκαιρη, πάντα και αποκλειστικά ανεπίκαιρη, με άλλα λόγια, «αντίθετη στον χρόνο, προς χάριν, το ελπίζω, ενός επερχόμενου χρόνου». Ανάλογη είναι η προς το τέλος της μελέτης του οριακή διαπίστωση, ότι δηλαδή «η φιλοσοφία φανερώνεται όχι με την ορθή κρίση αλλά με το παράδοξο. Το παράδοξο είναι το πάθος της φιλοσοφίας. Υπάρχουν πολλά είδη παραδόξου, και όλα αντιτίθενται στις αλληλοσυμπληρούμενες μορφές της ορθοδοξίας – δηλαδή, στην ορθή κρίση και στον κοινό νου [. . .] Δεν είναι άξιο απορίας ότι, αυστηρώς ειπείν, η διαφορά οφείλει να μένει «ανεξήγητη». Η διαφορά εκτυλίσσεται / εξηγείται [s’ explique], αλλά μέσα σε συστήματα όπου τείνει να ακυρωθεί˙ αυτό σημαίνει ότι η διαφορά είναι ουσιαστικά εμπλεγμένη, ότι ουσία της είναι η εμπλοκή [implication]. Για τη διαφορά, το να εξηγηθεί /εκτυλιχθεί σημαίνει να ακυρωθεί, να αποβάλει την ανισότητα που τη συγκροτεί. Η έκφραση «η εξήγηση είναι ταυτοποίηση» αποτελεί ταυτολογία [. . .]Δεν είναι επομένως αναγκαίο, προκειμένου να σώσουμε το σύμπαν από τον θερμικό θάνατο ή για να διατηρήσουμε τις πιθανότητες της αιώνιας επιστροφής, να φανταζόμαστε εντελώς «απίθανους» εκτατούς μηχανισμούς που να είναι ικανοί να αποκαταστήσουν τη διαφορά. Γιατί η διαφορά δεν έχει ποτέ πάψει να είναι «εν εαυτή», να είναι εμπλεγμένη στον εαυτό της, ακόμα κι όταν είναι εκπλεγμένη [en s’ expliquant] εκτός εαυτής. Συνεπώς, δεν υπάρχουν μόνο ψευδαισθήσεις των αισθήσεων, αλλά επίσης και μια υπερβατολογική φυσική ψευδαίσθηση».
Βιβλιογραφία παραθεμάτων:
1.Ζιλ Ντελέζ, Ο Σπινόζα και το πρόβλημα της έκφρασης, επιμέλεια Άρης Στυλιανού, μετάφραση: Φώτης Σιατίτσας, εκδόσεις Κριτική, 2002
2.Πλωτίνος, Εννεάδες, ΙΙΙ, 8,4, μετάφραση: φιλολογική ομάδα των εκδόσεων Κάκτος, 2000
3.Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, μετάφραση: Σωτήρης Χαλικιάς, Κώστας Σπαντιδάκης και Γιούλη Σπαντιδάκη, εκδόσεις Κέδρος 2010
4 Καρλ Πόπερ, The Open Society and Its Enemies (Vol. I, σ. 200-1), 1956
5 Μισέλ Φουκώ: Οι Λέξεις και τα Πράγματα, επιμέλεια: Παναγιώτης Κονδύλης, μετάφραση: Κωστής Παπαγιώργης, εκδόσεις Γνώση, 2008
6 Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση, εκδόσεις Άγρα, 1999
-
Κορνήλιος Καστοριάδης, ό. π.
-
Μισέλ Φουκώ, ό. π.
-
Φρίντριχ Νίτσε, Παράκαιροι Στοχασμοί, μετάφραση: μετάφραση Ζήσης Σαρίκας, εκδόσεις Πανοπτικόν, 2014
-
Γκιστάβ Φλομπέρ, Επιστολές (της δεκαετίας του 1850), εις Η ιστορική ερμηνεία της λογοτεχνίας, πρόλογος-μετάφραση: Σπύρος Ηλιόπουλος, επιμέλεια: Αλέξης Ζήρας, εκδόσεις Πλέθρον, 1992
-
Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Post – Scriptum, 1864
12 Φρίντριχ Νίτσε, Η Χαρούμενη Επιστήμη (1882 και1887), μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας, εκδόσεις Πανοπτικόν, 2010
13 Ζιλ Ντελέζ, Διαφορά και επανάληψη, εισαγωγή, μετάφραση: Κωνσταντίνος Β. Μπούντας, εκδόσεις Εκκρεμές, 2019
14 Pierre Macherey, Hegel ή Spinoza, μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος, εκδόσεις Angelus Novus, 2019.
15 Ζιλ Ντελέζ, ό. π.