«…έτσι ήταν άλλωστε οι Άγγλοι, δήθεν φλεγματικοί και τέρατα λογικής, αλλά κατά βάθος έρμαια του ρομαντισμού τους»
Τζων Μπάνβιλ, Η κυρία Όσμοντ *
Συγκρατώ τον εξής χρηστικό αφορισμό, όπως μας τον θυμίζει η συγγραφέας, αποδίδοντας έτσι εύστοχα την ουσία της όλης θεματολογικής της προαίρεσης: «Ο Φορντ Μάντοξ Φορντ έγραψε ότι το Λονδίνο ποτέ δεν σε αποζητά, ποτέ δεν του λείπει κανένας. Δεν αγαπάει κανέναν, ανέχεται τους πάντες. Μου αρκεί. Απλώς υπάρχω για να συντηρώ την κινητικότητά μου». Γνωρίζουμε βεβαίως από το παρελθόν των κειμένων ότι η πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Αγγλίας, της Σκωτίας, της Ουαλίας και της Βόρειας Ιρλανδίας συγκέντρωνε συχνά πυκνά το συγγραφικό ενδιαφέρον. Μεταξύ των πολλών αντιπροσωπευτικών δειγμάτων διακρίνω από τις Αθλιότητες του Λονδίνου του Πονσόν ντι Τερράιγ τα παρακάτω ενδεικτικά: «Στη νοτιοδυτική γωνία της πλατείας Γουελκλόουζ υπάρχει ένας δρόμος πλατύς τρία μέτρα· στα μισά του δρόμου υψώνεται ένα θέατρο όπου οι καλύτερες θέσεις στοιχίζουν δώδεκα σολδία, και μπαίνεις στην πλατεία πληρώνοντας μια πένα. Ο πρωταγωνιστής είναι νέγρος. Όση ώρα κρατά το θέαμα, ο κόσμος πίνει και καπνίζει. Οι πόρνες που κάθονται στα θεωρεία είναι ξεκάλτσωτες· το κοινό της πλατείας αποτελείται από κλέφτες».
Ίσως αυτή ακριβώς η από πολλές απόψεις ευάλωτη πτυχή της δυτικοευρωπαϊκής μητρόπολης να ώθησε την Ελεάννα Βλαστού να εξομολογηθεί, μεταξύ άλλων, με τη γνωστή σε μας άδολη, χαρακτηριστική παρρησία της από τις προηγούμενες εμφανίσεις της στο χώρο: «Στο μυαλό μου άρχισε να σχηματίζεται η ιδέα ότι η χώρα που με φιλοξενεί απειλείται και με χρειάζεται, κι εγώ το μόνο που έχω να κάνω για να ανταποδώσω είναι να συλλέγω πληροφορίες για την ασφάλειά της, και ότι αυτή η δουλειά είναι για μένα και θα είμαι αν όχι η καλύτερη, οπωσδήποτε εξαιρετική». Η ίδια δεν διστάζει να δηλώσει, προκειμένου προφανώς να προβάλει ορισμένες πλευρές της εξ αντικειμένου πραγματικότητας, ότι «σταθερότητα, σύνεση, ακεραιότητα, αποδοτικότητα. Έλλειψη φαντασίας, υποκρισία. Αυτές οι ιδιότητες χαρακτηρίζουν τη μεσαία τάξη κάθε χώρας, αλλά στην Αγγλία είναι εθνικά χαρακτηριστικά. Έτσι έγραφε ο Ε. Μ. Φόρστερ το 1920. Εάν ζούσε στο Λονδίνο ενενήντα οχτώ χρόνια αργότερα, θα υπήρχε και η ανεκτικότητα στη λίστα».
Φρονώ ότι η συγγραφέας έρχεται κι αυτή με τη σειρά της να παραδεχτεί ότι η προϋπάρχουσα καταστατική δομή σκέψης και συμπεριφοράς, ήτοι η βικτοριανή ιδεολογία, υπεύθυνη για το ψυχοπνευματικό υπόστρωμα των σημερινών Βρετανών εν γένει, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα «παιχνίδι και νοσταλγία ή αναχρονιστική επιθυμία για μια επίλεκτη και αμόλυντη Βρετανία που στέκει απέναντι στις επίμικτες φυλές».(Βλ. εν προκειμένω Ουμπέρτο Έκο, Ο υπεράνθρωπος των μαζών-Ρητορική και ιδεολογία του λαϊκού μυθιστορήματος, μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα).
Κοντολογίς, πρόκειται για αυθεντική μαρτυρία: διαβάζοντας όσα με ιδιάζοντα κειμενικό παλμό κομίζει εδώ η Ελεάννα Βλαστού, συνυπάρχουμε σ΄ ένα τοπίο, όπου κυριαρχούν οι αντιφάσεις του βίου των αυτοχθόνων, οι αποδεδειγμένα καταπιεσμένες ορέξεις τους, η εμφανής άγνοια, έστω της επιφάνειας του Άλλου, το συνεπαγόμενο πείσμα περιφρούρησης της ατομικότητας, η συνειδητή αφοσίωση στο θεσμικό καθήκον, η εμβληματική φιλοπατρία, η συγκαλυμμένη ή μη αντιπάθεια για τη γειτονική Ήπειρο, ήτοι την Ευρώπη, τα τραύματα από την απώλεια των πολύτιμων αποικιών της πρώην θαλασσοκράτειρας Γενέτειρας και ασφαλώς η υπεράσπιση όσων σημαίνει διιστορικά ο βασιλικός θρόνος και τα όποια συμφραζόμενά του.
* σε μετάφραση Τόνιας Κοβαλένκο, εκδόσεις Καστανιώτη, 2019.