You are currently viewing Γιώργος Βέης: ΕΝΤΓΚΑΡ  ΑΛΛΑΝ  ΠΟΕ, Ο Χρυσός Σκαραβαίος Μτφ. – Σχόλια – Επίμετρο: Στέφανος Μπεκατώρος, εκδ. Πατάκης

Γιώργος Βέης: ΕΝΤΓΚΑΡ  ΑΛΛΑΝ  ΠΟΕ, Ο Χρυσός Σκαραβαίος Μτφ. – Σχόλια – Επίμετρο: Στέφανος Μπεκατώρος, εκδ. Πατάκης

Ένα θρυλικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας σε μια υποδειγματική έκδοση


«Αν υπάρχει κάτι που καθοδηγεί τη λογική για να βρει την αλήθεια, είναι ακριβώς […] η παρέκκλιση από το συνηθισμένο»

(Ε. Α. Πόε (1841), βλ. επίμετρο, σ. 158)

«Η Δύση διαβρέχει το καθετί με νόημα, όπως κάθε αυταρχική θρησκεία που επιβάλλει τη βάφτιση σε ολάκερους πληθυσμούς»

(Ρ. Μπαρτ (1980), Η επικράτεια των σημείων, εκδόσεις «Ράππα»)

Γύρω στις οκτώ με δέκα φτάνουν οι μεταφράσεις και οι αποδόσεις του θρυλικού αυτού έργου τού Πόε στη γλώσσα μας. Άλλες είναι επιεικώς απαράδεκτες, άλλες μάλλον καλές, άλλες απλώς ποινικά κολάσιμες. Ξεχωρίζει βεβαίως η πλέον ευρηματική όλων, εκείνη του Εμμανουήλ Ροΐδη, που ολοκληρώθηκε το 1895, υιοθετώντας τον απαράμιλλο τίτλο «Ο Χρυσοκάραβος». Προφανώς έγινε από τη γαλλική εκδοχή του Μποντλέρ, εφόσον αποδεδειγμένα ο Ροΐδης γνώριζε πολύ καλύτερα τη γαλλική από την αγγλική γλώσσα, και αποτελεί αναμφισβήτητα ένα άριστο δείγμα τόσο της αισθητικής, διακειμενικής επάρκειας, όσο και της ασίγαστης φαντασίας τού δημιουργού της αξεπέραστης «Πάπισσας Ιωάννας». Στο ερώτημα, που προκύπτει αβίαστα, «μα όντως χρειαζόμαστε σήμερα, μία ακόμη μετάφραση του gold bug, του περιβόητου “Χρυσού Σκαραβαίου”;», ο ακαταπόνητος μελετητής της λογοτεχνίας, μεταφραστής και δόκιμος ποιητής Στέφανος Μπεκατώρος απαντά ευθέως «ναι». Υποστηρίζει μάλιστα τη θέση του αυτή με ένα εξαντλητικό, αλλά ευκολοδιάβαστο, επίμετρο και με τα απαραίτητα ερμηνευτικά σχόλια, που καλύπτουν συνολικά εκατόν εξήντα σελίδες -δύο φορές δηλαδή την έκταση της νουβέλας!

Δεν είναι μόνον το εύρος των απόψεων ή η ποικιλία των επιχειρημάτων, ενίοτε πολλαχώς αντικρουομένων, που τίθενται επί -μεταφραστικού- τάπητος, αλλά η όλη προσέγγιση που επιχειρεί ο Στέφανος Μπεκατώρος, διακρινόμενη αμέσως από τη συνέπεια, το ήθος και βεβαίως από τη βαθύτατη προσήλωσή της στην εμφανέστατη ιδιαιτερότητα της νουβέλας (1843), που κάνει το παρόν εγχείρημα αξιέπαινο. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια δοκιμή -απόκτημα των φίλων τής μεγάλης λογοτεχνίας, που, ευτυχώς, ακόμη ευδοκιμούν στον τόπο μας. Αν πράγματι ο «Πόου […] επειράθη ν’ αποταθή εις την διάνοιαν των ομοεθνών του, [“παρ’ οις η καρδία ολίγον κατέχει τόπον υπό τον αριστερόν μαστόν”], αλλ’ αύτη απορροφωμένη ολόκληρος υπό βιομηχανικών συνδυασμών δεν είχε καιρόν[…]», όπως χαρακτηριστικά έκρινε ο Ροΐδης στο προοίμιο της πρώτης έκδοσης σε βιβλίο μαζί με άλλα αφηγήματα του «Χρυσοκάραβου» («Σιδέρης», [1922]), τονίζοντας έτσι τη γενικότερη απαξία που συνόδευε από την αρχή το έργο του Πόε στην ίδια μάλιστα τη χώρα που τον γέννησε, τότε για πολύ ευνόητους λόγους και κυρίως εξ αντιδιαστολής, οφείλουμε να προσεγγίσουμε και πάλι το κομβικό αυτό έργο, που επηρέασε αποφασιστικά την «ανιχνευτική» -σύμφωνα με έναν από τους μεταφραστές του, τον Κ. Ι. Πρασσά (βλ. σ. 239)- ή επί το απλούστερον «αστυνομική» -και όχι μόνον- λογοτεχνία, σε παγκόσμιο μάλιστα επίπεδο. Είναι στο χέρι μας λοιπόν να εκτιμήσουμε στο ακέραιο το μέγεθος της προσφοράς τού Πόε (1809-1849), ο οποίος τόσο πολύ αμφισβητήθηκε, συκοφαντήθηκε και υπονομεύτηκε σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του σύντομου, ιδιαζόντως άτυχου βίου του. Το ότι διακωμωδούσε στα αφηγήματά του, όπως φέρ’ ειπείν στο παρόν, τους μαύρους ή ιδίως το γεγονός ότι κρατούσε συστηματικά αποστάσεις από αυτούς, άρκεσαν για να τον θεωρήσουν τελεσίδικα ακραίο ρατσιστή.

Κατά τα άλλα, θα έλεγα ότι, από εννοιολογική άποψη, πρόκειται για έναν γνήσιο απόγονο των γνωστικών, όπως μας έμαθε να τους «ανακαλύπτουμε» στην καθημερινή αναγνωστική πράξη ο εμβριθής Χάρολντ Μπλουμ, ο φυσιοδίφης αυτός των παλαιών σχολών σκέψης, που ασχολήθηκε, ως γνωστόν, εντατικά και με τον εντοπισμό των μεγάλων ρευμάτων της Γνώσης, που κυλούν ως σήμερα δίπλα μας, χωρίς καν, τις περισσότερες φορές, να το υποψιαζόμαστε. Αρκεί να σταματήσει κανείς, για παράδειγμα, σ’ αυτήν την κατά τα φαινόμενα περίεργη, ανίερη(;) φράση «για να υπάρχει ο Θεός παντού, πρέπει ο καθένας μας να γίνει Θεός» (βλ. το «Εύρηκα» του Πόε, στον παρόντα τόμο σ. 168 επ.), για να θυμηθεί, πιστεύω, αμέσως, την εξοργιστικά ανήθικη, ομολογούν οι θεολόγοι μας, παρότρυνση του μοιραίου βιβλικού Όφεως, «έσεσθε ως θεοί – eritis sicut dii», που ακούστηκε τόσο καθαρά στη Γένεση (Γ, 5).

Ο ιθύνων νους αυτής της έκδοσης, που έσκυψε με πρόδηλη αγάπη στον πρωτοπόρο του Νέου Κόσμου -με την πολλαπλή έννοια του όρου- δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να μας δείχνει έναν από κάθε πλευρά ασφαλή δρόμο επικοινωνίας, μύησης θα έλεγα καλύτερα, στην απώτερη σημασιολογική σφαίρα του «Χρυσού Σκαραβαίου». Αποδίδοντας μάλιστα μείζονα σημασία στην ανάπτυξη και περαιτέρω διεξοδική ανάλυση της καταστατικής και εξόφθαλμα κρίσιμης για την όλη συγγραφική πρόταση του Πόε έννοιας της «ποιητικής αλληλουχίας», ήτοι poetical consistency (βλ. σ. 207, επ.), ο φετινός μεταφραστής, αφού υπογραμμίσει εντίμως την πρωτογενή αυτοτέλεια του έργου, που τόσο υποδειγματικά γύρισε στα ελληνικά, μας καλεί στη συνέχεια να σπουδάσουμε, αν θέλουμε, έναν ολόκληρο μηχανισμό λογοτεχνικής δράσης, αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στη μελέτη των ινδαλμάτων και των εμμονών του ρηξικέλευθου αυτού Αμερικανού. Εντρυφώντας στο δεύτερο αυτό μέρος του βιβλίου, κατανοούμε σε ικανοποιητικό βαθμό την ειδικότερη αυταξία της στρατηγικής τού κειμένου. Αυξημένο ενδιαφέρον παρουσιάζει, για πολλούς ευνόητους λόγους, η απροσδόκητη αλλά εμπεριστατωμένη παρουσίαση της σπερματικής θεωρίας των μαύρων τρυπών (black holes) του Πόε, σε συσχετισμό με όσα συναφή κατέδειξε επιστημονικά, ενάμιση περίπου αιώνα μετά, ο Στέφεν Χόκινγκ (Stephen Hawking) στο περιώνυμο «Χρονικό του Χρόνου – από τη Μεγάλη Έκρηξη ως τις μαύρες τρύπες» (βλ. ως άνω, σ. 164 επ.). Το επίμετρο στην προκειμένη περίπτωση είναι συνεπώς ένα σπουδαστήριο εμβλημάτων.

Όσο για το σπάσιμο του κωδικοποιημένου μηνύματος, που είναι η σπονδυλική στήλη της εξιστόρησης, ισχυρίζομαι ότι συνιστά μια αποθέωση της λογοτεχνικής οικονομίας. Δεν θα υπεισέλθω όμως εδώ άλλο στο θέμα της πλοκής. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται. Είμαι βέβαιος ότι όλοι μας, λίγο-πολύ, έχουμε κατά καιρούς διαβάσει ή ακούσει για το -επινοημένο- αυτό σκαθάρι. Ακόμη και από την εποχή του Δημοτικού Σχολείου ή και των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου, τα «Κλασικά Εικονογραφημένα» είχαν σαφώς προβλέψει τη σχετική αναγνωστική απόλαυση. Ας γυρίσουμε λοιπόν τώρα λίγες δεκαετίες πίσω, έχοντας ταυτόχρονα το νου μας στην αγαθή εν τέλει μοίρα, στο πεπρωμένο τής απρόσκοπτης επιβίωσης του Πόε.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.