You are currently viewing Γιώργος Βέης ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΣΥΝ/ΓΡΑΦΩΝ,  Χέγκελ: επαναφορά και σημειώσεις   

Γιώργος Βέης ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΣΥΝ/ΓΡΑΦΩΝ, Χέγκελ: επαναφορά και σημειώσεις  

α. 

    Επιστρέφω συχνά στο έργο του Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ (1770-1811). Το κείμενα που νευρίαζαν τον Άρτουρ Σοπενχάουερ, ώσπου τα πυρπόλησε στους αιώνες. Χέγκελ: το κατώφλι που πέρασε πολλές φορές ο Καρλ Μαρξ. Ερμηνεύοντας, απορρίπτοντας, ερμηνεύοντας. Ο Χέγκελ στην καθημερινότητά μου. Κυρίως ως παραγωγική άσκηση διαλεκτικής. Αφορμή αναστοχασμού. Σήμερα μαζί με τον Ζεράρ Μπρα (Γαλλία, 1949 -) και το βιβλίο του O Χέγκελ και η τέχνη. Το διαβάζω στην πιστή, ρέουσα μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, στις εκδόσεις Πατάκη από το 2000, με επιμέλεια του Γεράσιμου Βώκου .

 

 β.

  Να θυμηθώ και τα εξής: «όλα τα κείμενα είναι διαφορετικά. Πρέπει να προσπαθούμε να μην τα υποβάλλουμε ποτέ με το ίδιο «μάτι». Κάθε κείμενο επικαλείται, εάν μπορούμε να το πούμε έτσι, ένα διαφορετικό «μάτι». Βεβαίως, σε κάθε μέτρο το κείμενο ανταποκρίνεται και σε μια κωδικοποιημένη, προσδιορισμένη προσδοκία, σε ένα μάτι και σ’ ένα αυτί που το προσλαμβάνουν και το υπαγορεύουν, κατά κάποιον τρόπο, ή το προσανατολίζουν». (Βλ. σκέφτονται οι φιλόσοφοι, στο Κριοί του Jacques Derrida. Μεταφράζει η  Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου. Επίμετρο του Γιώργου Βέλτσου, στις εκδόσεις «Ίνδικτος», 2008, σελ. 11 επ.). 

     Κι ακόμα, η ιδιαίτερα αντήχηση από τις πρώτες κιόλας σελίδες της Αρχαιολογίας της γνώσης του Μισέλ Φουκό: «Η ανάλυση της σκέψης είναι πάντα αλληγορική σε σχέση με τον λόγο που χρησιμοποιεί. Αφεύκτως η ερώτηση της είναι η ακόλουθη: τι τέλος πάντων λεγόταν μέσα σε εκείνο που λέχθηκε; Η ανάλυση του λεκτικού πεδίου προσανατολίζεται ολωσδιόλου διαφορετικά· πρόκειται να συλλάβει την απόφανση μέσα στην στενότητα και την μοναδικότητα του συμβάντος της· να προσδιορίσει τις συνθήκες της ύπαρξής της, να ορίσει με ακρίβεια τα όριά της, να εγκαθιδρύσει τις συστοιχίες της με τις άλλες αποφάνσεις που ενδέχεται να συνδέονται μαζί της, να δείξει ποιες άλλες μορφές απόφανσης αποκλείει. Εκείνο που αναζητούμε κάτω από το έκδηλο δεν είναι η σιωπηλή σχεδόν φλυαρία ενός άλλου λόγου· οφείλουμε να καταδείξουμε γιατί δεν μπορούσε να είναι άλλο από αυτό που ήταν, αναφορικά με τι αποκλείει κάθε άλλο, πώς μέσα σε άλλα και σε σχέση με αυτά, παίρνει μια θέση που κανένα άλλο δεν θα μπορούσε να καταλάβει». (Βλ. τη μετάφραση του Κωστή Παπαγιώργη στις εκδόσεις του Εξάντα, από το 1987. Κοντολογίς, να διαβάσω τον Χέγκελ, ταυτιζόμενος με τη μία σημασία. Πόσο δύσκολο άραγε να είναι κατά βάθος;)

 

γ.

   O Ζεράρ Μπρα, επαναφέροντας στο προσκήνιο την εν μέρει παράδοξη θεωρία του Χέγκελ για την τέχνη, συνοψίζει με προσοχή τις θεμελιώδεις αρχές της, προβάλλοντας συστηματικά την προβληματική της ιστορικότητας της τέχνης και την ειδικότερη σχέση, η οποία τη συνδέει με το κοινωνικό γίγνεσθαι. Αφήνει διακριτικά στον επιμελή αναγνώστη το πλεονέκτημα να διαμορφώσει την ατομική του κριτική άποψη, χωρίς προκαταλήψεις ή εκ του πονηρού εμβόλιμους δογματισμούς. Εκεί δηλαδή που ενίοτε καταφεύγουν καταχρηστικά ορισμένοι ιστορικοί της φιλοσοφίας. Πράγματι ο  Γάλλος μελετητής επιδίδεται με άνεση στην εξαγωγή επαγωγικών συμπερασμάτων, με αφετηρία πάντα το πρωτότυπο κείμενο, το οποίο υποστηρίζει όσα λίγα την αντικειμενικότητα του Ωραίου. Ο Χέγκελ, ο οποίος έφτασε το νοητό ως τα άκρα και το ενσάρκωσε, χωρίς να ενδώσει στον εσωτερισμό ή στη δημαγωγία, όπως επιγραμματικά διευκρίνισε στη χρηστική Ιστορία της νεωτερικής και σύγχρονης φιλοσοφίας, το 1993, ο Ζαν -Μισέλ Μπενιέ, βίωσε σε όλη τη διάρκεια των επίπονων ερευνών του την ασίγαστη αγωνία της υπαγωγής του παντός σε ένα λογοκρατούμενο, συμπαγές, αυστηρότατα δομημένο φιλοσοφημένο σύστημα. (Βλ. την ελληνική έκδοση της Ιστορίας της νεωτερικής και σύγχρονης φιλοσοφίας στις εκδόσεις του Καστανιώτη, σε μετάφραση του Κωστή Παπαγιώργη),

 

δ.

   O Χέγκελ μίλησε για «ένα Πνεύμα που κατακτά την αλήθεια μόνο του, υπό τον όρο να ξαναβρεί τον ίδιο τον εαυτό του μέσα στον απόλυτο σπαραγμό»: η Ιδέα συμφιλιώνεται τρόπον τινά με τα φαινόμενα, παύοντας να χαίρεται την αυθυπαρξία της μέσα στην παροιμιώδη πλατωνική μόνωση. H ιδέα, θα υπογραμμίσει ο Ζεράρ Μπρα, μας επιτρέπει να σκεφτούμε την ενότητα και την αναγκαιότητα μιας τελελογικής διαδικασίας. H ταυτότητα της εγελιανής, μανικής σχεδόν προσήλωσης στο αδύνατο παραμένει κλασική: «το ορθολογικό είναι ενυπόστατο και το ενυπόστατο είναι ορθολογικό». Με γνώμονα την καταστατική άποψη που παρατίθεται στην «Εισαγωγή στην Ιστορία της Φιλοσοφίας» του Χέγκελ, σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη εποπτεία, η ανάμνηση, το συναίσθημα, η βούληση πηγάζουν από τη σκέψη, ο Ζεράρ Μπρα υποστηρίζει με τη σειρά του ότι ως καθαρά προϊόντα της σκέψης όχι μόνο το κράτος, η θρησκεία ή οι επιστήμες αλλά και οι τέχνες εκπορεύονται από τη φιλοσοφία.

 

 ε.

  Ο  Ζεράρ Μπρα ανήκει προφανώς στους τυπικούς απολογητές της παράτολμης πράγματι θέσης που φρονεί ότι η ιστορία οφείλει να εκλαμβάνεται ως τετελεσμένη, όπως επιχειρήθηκε να αποδειχθεί στο περιώνυμο έργο O Λόγος μέσα στην Ιστορία του Χέγκελ. Γι’ αυτό και συνδέοντας κάθε ιστορική πραγματικότητα με το γενικότερο καλλιτεχνικό φαινόμενο, ο Ζεράρ Μπρα θα αναρωτηθεί προς το τέλος της μελέτης του σχετικά με την ενδεχόμενη εξαφάνιση ή μεταμόρφωση της τέχνης. O θάνατος της τέχνης, αυτής της οριακής δραστηριότητας του ανθρώπου που «φέρει εντός της το όριό της», όπως δεν κουράστηκε ποτέ να διδάσκει ο Χέγκελ, πιθανολογείται στο βαθμό που η μορφή δεν θα αντέξει άλλο το βάρος του πνευματοποιημένου υλικού της. Η διάταξη της ύλης, το λεξιλόγιο που προωθεί αποτελεσματικά την πλήρη κατανόηση των περίπλοκων εγελιανών όρων, όπως είναι η «αλλοτρίωση» (= Entfremdung), η «στιγμή» (Moment), το «Πνεύμα» (Geist) κ.λπ., το διεξοδικό παράρτημα και πάνω από όλα η εξαντλητική ανάπτυξη των επιχειρημάτων, φρονώ ότι καθιστούν τη μελέτη αυτή ένα ευπρόσωπο δείγμα επαρκούς ανίχνευσης του εγελιανού μηνύματος.

 

 στ.

   Παρά την οξύτατη κριτική που έχει υποστεί, δικαιολογημένα ή μη, ο Χέγκελ, ιδίως από τον προαναφερόμενο σύγχρονό του Αρθούρο Σοπενχάουερ, ο οποίος δεν δίσταζε να τον αποκαλεί «τσαρλατάνο» και μάλιστα μέσα από τις σελίδες του θεμελιώδους έργου του O Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση (1818), το κυρίως σώμα της εγελιανής παρακαταθήκης, η οποία αφιερώνει πολλές σελίδες στον «μακάριο λαό», δηλαδή τους Έλληνες, εξακολουθεί όπως φαίνεται να προκαλεί όχι μόνο γόνιμες συζητήσεις, αλλά και ευρύτερους υπομνηματισμούς, σαν αυτόν που επισκέπτομαι ακόμη μια φορά σήμερα. Εκθειάζοντας την ποίηση, τον σημαίνοντα ήχο, ως την υπέρτατη τέχνη, σε αντίθεση με τον Σοπενχάουερ που θεωρούσε τη μουσική ως την ανωτέρα των αισθητικών συνθέσεων, ο Χέγκελ μας δείχνει ένα δρόμο, αυτόν της διερμηνείας των καταστατικών μύθων και των πραγματοποιημένων εκφάνσεων του Πνεύματος. Είναι ένας δρόμος ανοιχτός πάντα για όλους. Άλλωστε η περιώνυμη Αισθητική του, προϊόν αποθησαυρισμού των πανεπιστημιακών διαλέξεών του, από το 1818 έως το 1829, εξακολουθεί να μας πείθει ακόμη και τώρα ότι η βαθιά γνώση του Ωραίου καθεαυτό – και όχι απλώς η επιφανειακή περιγραφή των ωραίων πραγμάτων – συνιστά την διαρκή προτεραιότητα, την ουσία των συναφών προβληματισμών.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.