α)
Man’ s mind grown venerable in the unreal
Wallace Stevens, Μετάβαση στο Καλοκαίρι, 1947
β)
Να ξαναδιαβάσω σήμερα την ποιητική πρόταση του Ηλία Λάγιου, όπως πραγματώνεται στη Θεατρολογία του, που κυκλοφόρησε αρχικά από τον εκδοτικό οίκο του Καστανιώτη. Η πρόθεση παραμένει αγαθή από τον πρώτο έως τον τελευταίο στίχο. Εννοώ ότι η εκ προοιμίου εγκαυστική γραφίδα διατηρεί ακέραιο το προνόμιό της να θηρεύει εμμανώς «αλήθειες». Ισχυρίζομαι μάλιστα ότι η εν λόγω συλλογή διακρίνεται από μια στιχουργική υγεία. Διακωμωδώντας συστηματικά σοβαρές και σοβαροφανείς πτυχές της ανθρώπινης ιλαροτραγωδίας, ο ποιητής υπονομεύει, κατά τρόπο συνειδητό κι άλλο τόσο διακαή, το οικοδόμημα της θετικιστικής προσέγγισης του φαινομένου που ονομάζεται ζωή του μέσου όρου.
γ)
Ο ανανεωμένος, ο περισσότερο λειτουργικός ρομαντισμός. Όπου δηλαδή δείχνει να προσανατολίζεται ο στίχος της Θεατρολογίας. Επιδεικνύεται, μεταξύ άλλων, όλο και ισχυρότερη εμπιστοσύνη στην ad hoc εμβέλεια των αλλεπάλληλων, ευφυών αποκλίσεων της όλης κειμενικής δράσης. Ο Ηλίας Λάγιος εξακολουθεί, εν ολίγοις, να επαληθεύει την παλαιότερη εκείνη κρίση μου για τη συγκεκριμένη γλωσσική στρατηγική του. Αφορά, κοντολογίς, στην εγκατάσταση ενός εμφανώς δυναμικού σημασιολογικού καθεστώτος, ικανού και αναγκαίου για την αποκαθήλωση ενός βασανιστικού κοσμοειδώλου. Η εκμετάλλευση, βεβαίως, σε μεγάλο βαθμό του οραματικού id ενός λεξιμανούς υποσυνειδήτου καθίσταται εν προκειμένω ιδιαίτερα εμφανής.
δ)
Φιλοπαίγμων εκ γενετής, ανατρεπτικός, σαρκαστικός, ενίοτε βωμολόχος, ο λόγος επιδίδεται σε μιαν επαρκώς προετοιμασμένη ανασκευή ορισμένων βεβαιοτήτων, ανιχνεύοντας συγχρόνως την άλλη, την κεκρυμμένη υφή των νοουμένων. Των ετέρων, δηλαδή, δεδομένων. Το τελικό κείμενο εμπεδώνεται πέρα από τις αρχές των επικοινωνιακών συμβάσεων. Οι δοτές παραστάσεις δεν το ελκύουν. Η ουσία άλλωστε – Ding an sich – είναι κατά κανόνα άλλη. Επαναφέροντας μάλιστα στην ποιητική σκηνή μερικά μορφολογικά γνωρίσματα της ευρύτερης ρηματικής παρακαταθήκης, όπως φέρ΄ ειπείν είναι το ξενόφερτο σονέτο, ηΘεατρολογία αποδεικνύει, μεταξύ άλλων, ότι διερμηνεύει, όσο πιο ευρηματικά δύναται, μιαν ακραία σύλληψη: είτε ο κόσμος που γνωρίζουμε απλώς δεν υπάρχει έτσι, είτε ο κόσμος υπάρχει επειδή ακριβώς αυτοαναιρείται γλωσσικά. Εξ ου και οι πηγαίες παρωδίες του όντος, οι αμφισημίες, οι εννοιολογικές μεταλλάξεις, οι εγκοπές των αρθρώσεων του ρήματος, οι παλινωδίες της τεχνικής εν γένει.
ε)
Η παρετυμολογική, ασφαλώς κρατυλικών διαθέσεων αυτή κινητικότητα γνωρίζει βέβαια τα όριά της και κάπου εκεί αυτοελεγχόμενη, σταματά να ρέει. Στα αποσπάσματα, τα οποία συγκρατώ από το τέταρτο ποίημα της Θεατρολογίας, που φέρει τον ενδεικτικό τίτλο «Γυψ Δεσμώτης», επιβεβαιώνονται για μιαν ακόμη φορά οι αδιάλειπτες, δημιουργικές αντιστροφές των λογοτεχνικών τόπων. Εννοώ κατά λέξη: «Να κατεβαίνω κάθε ημέρα, φτερούγες ισιάζοντας, / πάνω από άντρα. Να, χαμαλίκι ·Θεός αυτός; Ημίθεος: / Του πατέρα του χαμός. Τον πρόδωσε. Τόνε ξεπούλησε. / Τάχθηκε και κυβερνηθήκαμε, όργανο της τιμωρίας μας [. . . ] Ο κάθε γύπας έχει και τον άνθρωπό του, mr Eliot. / Εγώ είμαι ο δικός μου. Έχετε δει ποτέ / ρόδινον ουρανόν με σύννεφα ιριδίου να καθρεφτίζεται σε θάλασσα ουρανότερη; / Εμείς γνωρίσαμε, ψεύτρα εσαεί, τη μνήμη των ανθρώπων [. . . ] Και να΄ μαι αυτός που οι μεγάλες εφορμήσεις τού αρκούν / να τα καταγεμίσουν και τα δυό στομάχια μας. / Με τρώει, όπως τον τρώω κι εγώ. Ματιά στα μάτια μου. / Του αίματος ολόαιμα. Ποια να ΄σαι πλέον, λύπη μου, δεν το ξέρω. Γραφή του Προμηθέως, γιου του Διός, κάποτε αητού, εσχάτως γύπα».
στ)
Άνω στιγμή προσώρας, έχοντας πάντα κατά νου (και) τα εξής: «Τα περιθώρια ενός βιβλίου δεν είναι ποτέ ξεκάθαρα και αυστηρά περιχαρακωμένα: πέρα από τον τίτλο, τις πρώτες αράδες και το τελικό σημείο, πέρα από την εσωτερική του διαμόρφωση και την μορφή που την καθιστά αυτόνομη, έχει εμπλακεί σε ένα σύστημα παραπομπών σε άλλα βιβλία, σε άλλα κείμενα, σε άλλες φράσεις: κόμπος μέσα σε ένα δίχτυ [. . . ] Μάταια το βιβλίο προσφέρεται σαν ένα χειροπιαστό αντικείμενο· μάταια συρρικνώνεται σε αυτό το μικρό παραλληλεπίπεδο που το περικλείει: η ενότητά του είναι μεταβλητή και σχετική. Άπαξ και την ερευνήσουμε, χάνει την προφάνειά της · δεν υποδείχνει τον εαυτό της, δεν κατασκευάζεται παρά ξεκινώντας από ένα περίπλοκο πεδίο έκφρασης»: ο Μισέλ Φουκώ, στην Αρχαιολογία της γνώσης, στη γλώσσα μας από τον Κωστή Παπαγιώργη των εκδόσεων του Εξάντα. Σημαίνει: θα επανέλθω προσεχώς και στη Θεατρολογία. [ωσεί καθήκον].
*
{γράφω: 23 Ιουνίου 2019, έχοντας βρεθεί για πολλοστή φορά στο προάστιο της Τζακάρτας Lippo Karawaci}