«Έχουμε την τέχνη για να μη μας βουλιάξει η αλήθεια»
Φρίντριχ Νίτσε
Ίσως ημερολόγιο; Μια πρωτογενής εγγραφή των άξιων μνήμης. Των αξιών της καθημερινότητας. Για να ελαφρύνει κάπως το σημασιολογικό της βάρος. Αλλά δεν κράτησα ποτέ έως σήμερα τακτικά ή άτακτα ημερολόγια. Γιατί τώρα άραγε; Μάλλον όχι. Μέλι, ναι. Μέλι, για να ξεκινήσει η μέρα καλά. Να ξεχάσω την πρόβλεψη εκείνη, ότι δηλαδή περισσότερο αξίζει η ημέρα του θανάτου μου από την ημέρα της γέννησής μου. Ό,τι και να κάνω, δεν αποβάλλεται με τίποτε το θανάσιμο χωρίο από τον πάπυρο του Εκκλησιαστή. Δηλαδή: «Αγαθόν όνομα υπέρ έλαιον αγαθόν και ημέρα του θανάτου υπέρ ημέραν γεννήσεως». Ξέρω ότι πρόκειται για εξωλογική εκτίμηση. Πέραν πάσης επιστήμης του ανθρώπου. Πώς την ξεπερνάς όμως; Γι’ αυτό, μέλι. Και το ντόπιο εδώ στην Ιάβα δεν συγκρίνεται με το δικό μας. Το ανόθευτο. Πού να το βρεις όμως στην Τζακάρτα. Μέλι, δηλαδή η κοινοτοπία της ποίησης, την οποία λατρεύει η στοματική κοιλότητα. Έστω το ντόπιο μέλι, τότε.
Αντιγράφω ένα παλαιότερο ποιητικό μου σχέδιο. Τα παραθέματα αποδίδονται στους γονείς τους πιο κάτω, εκεί που ακουμπώ το κουτάλι που με τροφοδοτεί με μέλι. Έχω και ξαναγράφω λοιπόν. Αυτή τη φορά στην ηλεκτρονική οθόνη. Να βλέπω το έργο των δαχτύλων μου. Οι διορθώσεις βεβαίως πάντα έπονται. Και οι περισσότερες, ευτυχώς, θα είναι από φίλους:
«Ποιος είναι ο σκοπός σου στη φιλοσοφία;
– Να δείξω στη μύγα
Πώς να βγει απ’ τη μυγοπαγίδα».
Έτσι κι εσύ στην ποίηση
να τολμάς να δείχνεις πάντα πώς να βγούμε
από το όνειρο της πραγματικότητας,
να δείξεις βεβαίως και σε σένα
πώς να βγεις κάποτε από την επικράτεια των ονείρων.
Δεν επικαιροποιώ τίποτε. Δεν τα βάζω δηλαδή και με τους δύο κόσμους ταυτοχρόνως. Θα χάσω το στοίχημα να πω την αλήθεια. Σχεδόν από την αρχή χαμένος. Έχω επίσης αποστηθίσει τη νιτσεϊκή διαστολή. (Προσοχή στα εισαγωγικά – εδώ τουλάχιστον δεν παίζονται στην κυριολεξία του όρου): «Η αντίθεση μεταξύ φαινομενικού και αληθινού κόσμου ανάγεται στην αντίθεση μεταξύ “κόσμου” και “τίποτα”». Γλείφω το κουτάλι. Είναι του τσαγιού. Ίχνη ηδύτητος. Από τα τελευταία.
4.
Επιστρέφω στο χειρόγραφό μου.
Δαχτυλογραφώ, διαβάζοντας ταυτοχρόνως μια-μια τις λέξεις.
Για να μην γίνουν πολτός, αφήνω να περάσουν δυο-τρία δευτερόλεπτα, πηγαίνοντας ήρεμα από τη μια στην άλλη. Έχουμε και λέμε:
Είναι έρωτας για τη ζωή ή σαρκασμός;
Τι θέλει αυτό το Adagio κι έρχεται κοντά μας;
«Το μέγα ποίημα είναι η αποδέσμευση
της (μιας) πραγματικότητας».
Μήπως ότι κύλησε ο χρόνος
κι ότι πρέπει να μετακομίσουμε σε άλλο αστέρι,
μήπως ότι ξοδευτήκαμε πριν την ώρα μας
και ότι πρέπει να κλειστούμε μέσα σε δυο-τρεις αράδες,
μνημόνια μιας ηρωικής ματαιότητας σημείων και τεράτων;
Γιατί να επιμένει αυτό το Adagio τόσο;
Είναι έρωτας για τη ζωή ή σαρκασμός φιδιών;
Έχω μάθει να ξεχωρίζω τις λεπτές αποχρώσεις. Και μάλιστα κάθε μια ξεχωριστά στο θεμελιώδες πόρισμα της καντιανής οδύσσειας, το οποίο διευκρινίζει με υποδειγματική νηφαλιότητα πνεύματος κι άλλη τόση κρυστάλλινη πειθώ, ότι «την πραγματικότητα δεν την αντιλαμβανόμαστε απλώς, αλλά τη συνιστούμε οι ίδιοι». Ήταν η τομή στη σκέψη μας. Κάτι σαν βούλα στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Συνεχίζω. Δεν γράφω για «δικαίωση» πάντως, αλλά για «εμπέδωση». Είμαι εδώ, στην τρίτη καταγραφή:
«Ω, αθωότητα του Νότου, δέξου με».
Ικετεύεις κι εσύ τα σημεία των οριζόντων
να σε σώσουν τώρα από τη μοίρα,
ενώ έχεις με το μέρος σου έναν ολόκληρο άφθαρτο κόσμο,
με τις λέξεις του μαζί,
την διαρκή υπερηφάνεια των στοχασμών σου,
ψάχνεις να βρεις, Φρίντριχ, τη γαλήνη στις επαρχίες της Μεσογείου.
Γιατί άραγε να θέλεις να φτάσεις ως εδώ,
αφού κι εμείς έχουμε πια σκεβρώσει,
βουτηγμένοι στα απόνερα
της πλάνης, της απάτης και του δόλου,
των πιο επιπόλαιων θεών παιδιά παιχνίδια.
Ο καταλυτικός Νίτσε. Χρειάζεται κι άλλη ανάπτυξη το «έχουμε την τέχνη για να μη μας βουλιάξει η αλήθεια»; με άλλα λόγια, «για να μην μας κάνει ν’ αγγίξουμε τον πυθμένα». Γι’ αυτό ακριβώς, διαθέτουμε τη διαδικασία της τέχνης και ό, τι την συνέχει. Verbatim: «Wir haben die Kunst, damit wir nicht an der Wahrheit zugrunde gehen». Ή αγγλιστί: «We have art so that we shall not be destroyed by the truth». (Αυτοί οι Άγγλοι κληρονόμησαν μια τόσο γρήγορη, σαν τίγρη στις μεταφράσεις, γλώσσα). Αυτό που ακολουθεί τώρα. Όχι, εννοείται ως μια μάταιη απόπειρα σχολίου, αλλά ως ανάγκη παραμιλητού. Από το ίδιο πάντα χειρόγραφο:
Θα σου έλεγα να γράψεις με την πρώτη ευκαιρία στων ημερών τη φλούδα
«Ω, φυσημένη απ’ την καρδιά του πεύκου, Υγεία»
έτσι σαν σημάδι δαίμονα αγαθού
που σε θέλει άρχοντα του βίου, δόξα και τιμή του,
ενώ είσαι κατά βάθος το αποπαίδι της συγκυρίας,
ένα άθυρμα μόνο που του έταξαν τα πάντα
και πήρε μόνο κουράγιο
κι αυτό ραγισμένο να μπάζει νερά και ιώσεις
από παντού
τη μια μετά την άλλη.
Η επόμενη αποτύπωση. Θραύσματα εικόνων, αποσπάσματα ερωτημάτων. Εικόνες κυνηγημένες να στεγαστούν όπως-όπως εδώ. (Δεν ξεχνώ βεβαίως ποτέ και των δικών μου στίχων την εγγενή μάλιστα «ροπή να απομακρύνονται από την πραγματικότητα», όπως θα τόνιζε εν προκειμένω ο οξύνους Τσέσλαβ Μίλος. Αλλά προσώρας αυτούς έχω. Αλλά τι ενοχλεί να «απομακρύνονται»; Να είναι κανείς αυτάρκης όταν τολμά να γράφει. Και ξαναγράφει, Τουλάχιστον τότε αυτάρκης. Κι έτσι συνεχίζω:
Πόσες φορές θα μου ξυπνήσεις τον καιρό
για να μου πεις ότι είμαι πιο γερός,
πιο γρήγορος κι απ’ τον άνεμο ακόμη
να γίνω μέσα σε μια στιγμή αλήθεια,
πόσες φορές θα μου ξυπνήσεις το όνειρο
ότι είμαι τάχα ζωντανός,
έτοιμος να πάρω την τύχη στα χέρια μου,
σα να ‘ταν καροτσάκι ανάπηρου
να το κυλήσω με φόρα στο χάος
να ξοφλήσω όλους τους λογαριασμούς του τρόμου
παρ’ ολίγον τραυματίας της πόλης
που έμαθε να λέει τον Χάρο Μάνα.
Βγαίνω προς το απόγευμα έξω. Από μηχανής απόγευμα. Να το ορίσω έτσι. Η σκέψη τώρα, αυτή εδώ δα τη στιγμή: η ανυπαρξία ως το τελικό γέρας. Θυμάμαι ότι ο Σοπενχάουερ διέδιδε ότι μετά θάνατον θα είμαστε ό, τι ακριβώς ήμασταν προτού γεννηθούμε. Απέδειξε μάλιστα ότι είναι αδύνατον να υπάρχουν περισσότερα από ένα είδη ανυπαρξίας. Επιστρέφω μέσα. Στο εσωτερικό δηλαδή των γραπτών μου. Οι στίχοι ίσως πιο ξεκάθαροι τώρα:
«Μέτρα άλλους δυο χειμώνες κι ύστερα θα ‘ρθω
σαν τον Φρίξο που δεν του έπεσε ποτέ η Έλλη
κάτω στ’ άπατα νερά άκλαυτη του μαύρου πόντου
ναι, θα κινήσω τη γη, τον ουρανό, αδελφή μου,
που οι άλλοι σε νομίζουν η Οργή ότι είσαι,
κάστρο να στεριώσω που ο θάνατος δεν θα πάρει».
Δεν μπόρεσε να συνεχίσει άλλο,
ντύθηκε, άνοιξε το παράθυρο
και πέταξε για το απέναντι βουνό
μια βροχή που έπεσε λίγο μετά
έψαξε να την βρει
μνήμη που τρίφτηκε στους κορμούς των πεύκων
ιστορία που δεν αφορά (σχεδόν) κανέναν.
Δανεικό. Βεβαίως το επιστρέφω στον Ποιητή,
αφού πρώτα το στριφογύρισα καλά-καλά στον ουρανίσκο μου:
«Πορτοκαλάνθια, τι σας ρώτησαν τ’ αηδόνια;
Ο τζίτζικας τι θέλει απ’ τα μεσημέρια;»
Διαβάζω την παλαμική «Φοινικιά» σαν εγκόλπιο ποιητικής πράξης. Η ρευστότητα του κόσμου για μια στιγμή σταματά. Σαν κρούστα λεπτή πάγου που πάει να γίνει πέτρα αποφασιστικότητας. Κι ύστερα αυτή η προσπάθεια ανατροπής του σιδερένιου κανόνα από τη Θέληση για δύναμη, ο οποίος ορίζει: «τα δεδομένα είναι ακριβώς αυτό που δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνον ερμηνείες». Η Φοινικιά δεδομένη. Έστω αέρινη. Μόριο, κόκκος από την πρωτογενή συμπαντική ουσία των προσωκρατικών.
Γνωρίζουμε από το Γυμνάσιο ότι οι αρχαίοι Έλληνες διέκριναν το όναρ δηλαδή το κοινό όνειρο, από το ύπαρ το προφητικό όραμα, που δεν γινόταν ποτέ πιστευτό. Όπως πάνω-κάτω συμβαίνει με την ποίηση, που την ακούμε, αλλά δεν την νογάμε. Πλησιάζοντας προς το (προσωρινό) αγκυροβόλιο.
Στη σκιά του κίτρινου φτελιά
η προστασία, η αναπόληση.
Εδώ μαθαίνουμε από τα μερμήγκια
πώς να μαζεύουμε χρόνο να σωθούμε
γραμμένο στη ξερολιθιά
από χέρι μάστορα να μην το πιάνει κρύο,
η λησμονιά, ούτε οι υπερβολές των βαρβάρων:
«είμαστε τα ταξίδια που αρνηθήκαμε
είμαστε εν τέλει τα ταξίδια που μας διανύουν».
Είναι σκαλισμένα κι άλλα γράμματα
πιστά, αυστηρά, μόνο για μας.
(Ποια ημέρα θανάτου; Γιατί εν τέλει υπερτερεί της ημέρας της γέννησης; Ποιος τέλος πάντων ήταν ο Εκκλησιαστής; Μάσκα σοφού ελληνίζοντος μήπως; Ο κύκλος. Η φυσική εξέλιξη της αρχής). Υπάρχει ένα σύνορο. Διαχρονικό. Εξ όσων γνωρίζω, το ορίζει κάθε φορά η άφιξη της νύχτας. Η οποία αρχίζει να τυλίγει τα πάντα. Υποχωρώ. Όχι επειδή κουράστηκα, αλλά επειδή θέλω να την γευτώ. Σαν μέλι τη νύχτα των τροπικών. Κλείνω ως εξής το ποίημά μου:
Αμέσως μόλις η πρώτη ανταύγεια του μεσημεριού
πέσει πάνω στην κάθετη πέτρα της ρεματιάς
αρχίζουν να σέρνονται στα χαλίκια οι ψυχές
στην αρχή δεν ακούμε τίποτα
«είναι το διψασμένο κουνάβι, η νυφίτσα
που δεν μπορεί να ξεχάσει το νερό», θα πούμε μετά
όλο και πιο σίγουροι στη συνέχεια
θα δούμε να περνάνε δίπλα μας οι αγρότες με τις γυναίκες τους
και τα παιδιά τους
αλλά είναι η γοητεία,
η σαγήνη του τέλους.
Βιβλιογραφία παραθεμάτων
Παντελής Μπουκάλας, Ρήματα (Άγρα 2009)
Φρίντριχ Νίτσε,Τραγούδια του πρίγκιπα Έκνομου, Η Χαρούμενη επιστήμη (Βάνιας 2008)
Φρίντριχ Νίτσε, Η θέληση για δύναμη (Βάνιας 2008)
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, Στοχασμοί (Στιγμή 2007)
Στήβενς Γουάλας, Adagia (Άγρα 2007)
Κωστής Παλαμάς, Η Φοινικιά
Απίστευτο κείμενο ..!!! .. ποιητικός μονόλογος, θα λεγα ..
.. σαν αεράκι πού διατρέχει τις Κυκλάδες και αντηχεί από ξερολιθιά σε ξερολιθιά ..!!!