«Είπε ότι θα προτιμούσε να μη μάθει ποτέ από πού πηγάζει ο Νείλος κι ότι θα έπρεπε να παραμείνουν ορισμένες περιοχές απάτητες, κάτι σαν πεδία θηράματος της ποιητικής φαντασίας». Τζορτζ Έλιοτ, Middlemarch (1871-2)
Ο ταξιδιωτικός χωρόχρονος αποτελεί, συν τοις άλλοις, το διευρυμένο, ανοικτό πεδίο των σημείων, τα οποία κατά κάποιον τρόπον ξαναγράφει, μάλλον αντιγράφει κατά το δοκούν ο επιμελής συγγραφέας. Ως εξειδικευμένος ταριχευτής συγκινήσεων, καλείται να γεωγραφήσει, κατά κύριο λόγο, τη χαρμολύπη των αφιξαναχωρήσεων και τη γοητευτική παλιλλογία του άλλου κόσμου. Αποτελώντας τους πυλώνες μιας αεικίνητης γραφής οριακής αυτογνωσίας, που δόξασε πρώτος στη Δύση ο Ηρόδοτος, τα γεωφυσικά καταπιστεύματα είναι θέσει τα απώτερα, αλλά δυνάμει τα σημαντικότατα πεδία δράσης ενός εαυτού, που θέλει διακαώς να αναβαθμισθεί σε κοσμικό Εγώ. Αν μάλιστα ο υπεσχημένος Παράδεισος συμβολοποιεί μια επίγεια-ουράνια κοινοκτημοσύνη του υπέρτατου αγαθού, τότε ο ταξιδιωτικός χωρόχρονος, ως το πολύμορφο, καλειδοσκοπικό υπερκείμενο, συνιστά το κατεξοχήν παραπλήρωμά του. Γνωρίζουμε βεβαίως μέσα από την οπτική γωνία του Φρίντριχ Νίτσε, όπως ορίζεται ευκρινώς στο έργο του Θέληση για δύναμη (1885-1886), ότι «…ο κόσμος είναι ακόμη πλούσιος και άγνωστος και αξίζει περισσότερο να χαθούμε παρά να κατοικήσουμε ανάπηροι και φαρμακεροί. Η ίδια μας η ρώμη μάς σπρώχνει προς τις μακρινές θάλασσες, προς το σημείο όπου όλοι οι ήλιοι μέχρι τώρα έχουν δύσει· ξέρουμε πως υπάρχει ένας νέος κόσμος…». (Ιδέτε τη μετάφραση του Ζήση Σαρίκα, εκδόσεις Νησίδες, 2001.)
Η ρηξικέλευθη κυριολεξία του τοπίου αποτελεί ένα ανοικτό σχολείο πολύτιμης μύησης στην πραγματικότητα βάθους. Στον βαθμό μάλιστα που «ένα ταξίδι είναι πάντα και μια αποστολή διάσωσης, η συλλογή στοιχείων για κάτι που βρίσκεται σε πορεία εξάλειψης και σε λίγο θα χαθεί, το ύστατο αγκυροβόλημα σε ένα νησί που τα νερά το καταπίνουν», όπως μάς δείχνει ο Κλάουντιο Μάγκρις στον Δούναβή του (εκδόσεις Πόλις), τότε κάθε φορά που προσεγγίζουμε συνειδητά τον ξένο τόπο καλούμεθα να αναμετρηθούμε με το ενδεχόμενο μιας ριζικής αναμόρφωσης των ορατών. Άλλωστε, όπως φρονεί η πλειονότητα των εθνολόγων, κάποτε ήμασταν συγκεντρωμένοι όλοι μαζί. Συγκάτοικοι μιας κοιτίδας, ενός συγκεκριμένου γεωγραφικού μήκους και πλάτους. Μετά τη γενική αποδημία, η αντίρροπη, υποσυνείδητη ανάγκη της επιστροφής σε κάποια πρωτογενή εστία γεννήθηκε σαν διαχρονική αντίδραση στην πολυδιάσπαση. Ταξιδεύω, από αυτή την άποψη, σημαίνει πρωτίστως ότι επιστρέφω αενάως στο σπήλαιο – λιβάδι – περιγιάλι – οροσειρά – ποτάμι – λίμνη της αρχέγονης κοινότητας, ανανεώνοντας ταυτόχρονα τόσο τη γνωσιολογική πρόσληψη των κρίσιμων συμβόλων όσο και τα ίδια τα όντα-πράγματα που μας φιλοξενούν παροδικά. Αποδέχομαι έτσι στο έπακρον και τη δυνατότητα της αποκατάστασης της χαμένης ενότητας, επαληθεύοντας την ικανότητά μου να αφομοιώνω σταδιακά έστω το επίτευγμα του πλανήτη μας. Λειτουργώ επιτέλους πρακτικά: αντιλαμβάνομαι την πρωταρχική Ρίζα.
Αν έχει δίκιο ο Κλοντ-Λεβί Στρος, είμαστε όλοι μας φορείς πολιτισμών, οι οποίοι δεν είναι παρά σύνολα συμβολικών συστημάτων. Η ταξιδιωτική δράση ανασύρει το διάχυτο ή κεκρυμμένο εκείνο, όπως ακριβώς συμβαίνει με την εμπειρία της ποιητικής προσέγγισης των ποικίλων φαινομένων, τα οποία ενίοτε διαμορφώνουν σ’ έναν βαθμό το ατομικό μας είναι. Από τα όσα επικυρώνουν την εν λόγω προοπτική, απομονώνω το εξής χαρακτηριστικό: «Αγαπώ τα ταξίδια, τα θεωρώ προσπάθειες επιστροφής. Αναζήτηση σημαδεμένη με σταθμούς, κάθε φορά που πλησιάζουμε τόπους οι οποίοι ταιριάζουν στους πόθους μας […]. Μια τέτοια αναζήτηση είναι και η ποίηση: μεριμνά μόνο για τούτο το σημείο του κόσμου που το προϊδεάζομαι, στήνει και ερμηνεύει αυτό το μνημείο της φυσικής ευγλωττίας, όπου θα λάμψει η μέρα που εκείνη ποθεί, η παντού θαμμένη. Ποίηση και ταξίδι έχουν την ίδια υπόσταση και το ίδιο αίμα. Και ξαναλέω, μετά τον Baudelaire, ότι από όλες τις πράξεις τις δυνατές στον άνθρωπο, αυτές είναι οι μόνες ίσως χρήσιμες και οι μόνες σκόπιμες». (Ιδέτε Ιβ Μπονφουά, Οι Τάφοι της Ραβέννας, μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης, εκδόσεις Γνώση, 1981.)
Δεν μπορώ παρά να μνημονεύσω την ιδανική συνθήκη των συνταυτίσεων του εγώ-άλλου: «Για να γίνει κτήμα σου μια πόλη η οποία δεν είναι η γενέτειρά σου, πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να ερωτευτείς εκεί». (Ιδέτε Τζον Μπάνβιλ, Ο αδιάφθορος, μετάφραση: Κατερίνα Τζωρίδου, εκδόσεις Καστανιώτη, 1998.) Οι έρωτες εξηγούν πολλά τινά και συσκοτίζουν άλλα τόσα. Πάντως η αυθεντική αναγέννηση των τοπίων τελείται πράγματι εντός του οπτικού πεδίου των εραστών: πράγματα και πρόσωπα τείνουν να περάσουν στη διάσταση του ονείρου. Η συσχέτιση του παρατηρητικού υποκειμένου με τη ρευστή πραγματικότητα των ταξιδιών οδηγεί συχνά στη φαινομένη υπερβολή που τόσο πολύ αγάπησαν και διέδωσαν με υποδειγματική συνέπεια οι ιδεαλιστές. Παραθέτω έναν από τους διασημότερους ορισμούς που μας αφορά άμεσα. Τον υπογράφει ο επιφανής αμερικανός ποιητής Γουάλας Στίβενς: «Υπήρξα ο κόσμος όπου περπάτησα και όσα αντίκρισα, αφουγκράστηκα, ένιωσα, βγήκαν από μέσα μου». Εδώ η ποιητική λοξή θέαση συναντά την αύρα της κατακλείδας του πρώτου τόμου του σημαδιακού έργου τού Αρθούρου Σοπενχάουερ Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση (1818), όπου εξαίρεται το περιβάλλον ως απλούστατη εμπέδωση του οράν. Εξού και ο διακεκριμένος κριτικός απόηχος: «Να ταξιδέψω; Για να ταξιδέψω φτάνει να υπάρχω: πηγαίνω από μέρα σε μέρα, σαν από σταθμό σε σταθμό στον σιδηρόδρομο του κορμιού μου, ή του πεπρωμένου μου, σκυμμένος πάνω από τα πρόσωπα και τις χειρονομίες, πάντα ίδια και πάντα διαφορετικά, όπως, τελικά, είναι και τα τοπία. Εάν φαντάζομαι, βλέπω. Τι παραπάνω κάνω ταξιδεύοντας; Μόνο μια αδυναμία ακραία της φαντασίας δικαιολογεί τη μετακίνηση σαν μέσο πλήρωσης των αισθήσεων. […] Στην πραγματικότητα, η άκρη του κόσμου, όπως και η αρχή του, είναι η προσωπική μας σύλληψη του κόσμου. Μέσα μας είναι που τα τοπία έχουν τοπίο. Γι’ αυτό, όταν τα φαντάζομαι, τα δημιουργώ· αν τα δημιουργώ, υπάρχουν· κι εφόσον υπάρχουν, τα βλέπω όπως βλέπω και τα άλλα. Γιατί να ταξιδέψω; Στη Μαδρίτη, στο Βερολίνο, στην Περσία, στην Κίνα, στον καθένα από τους δύο πόλους – πού αλλού θα βρισκόμουν παρά μέσα σε μένα τον ίδιο, με τη δική μου ιδιαιτερότητα και τον δικό μου τρόπο να αισθάνομαι. Η ζωή είναι αυτό που εμείς την κάνουμε να είναι. Τα ταξίδια είναι οι ίδιοι οι ταξιδιώτες. Αυτό που βλέπουμε, δεν είναι αυτό που βλέπουμε, είναι αυτό που είμαστε». (Ιδέτε Φερνάντο Πεσσόα, Το βιβλίο της ανησυχίας, επιλογή κειμένων – πρόλογος – μετάφραση: Άννυ Σπυράκου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1989.) Ταξιδεύουμε αενάως. Δηλαδή ακόμη και μέσα στα όνειρα των άλλων. Δηλαδή θέλοντας και μη. Το συναρπαστικότερο μέρος του ταξιδιού είναι μάλλον η ανάμνησή του. Ίσως διότι την επινοούμε σ’ έναν βαθμό. Αυτό θα πει επιστροφή.