« Ο πατέρας μου δεν αγάπησε τρελά παρά μία μόνο γυναίκα, τον Ντε Γκωλ. Ή ακόμη χειρότερα: ο Στρατηγός Ντε Γκωλ υπήρξε ο μόνος άνδρας για τον οποίο ο Αντρέ Μαλρώ τόλμησε να δηλώσει ότι υπήρξε η μυστική του σύζυγος.»
Φλοράνς Μαλρώ, συνέντευξη στις 20 Νοεμβρίου του 1995
Όταν οι υποψιασμένοι, επαρκείς Ευρωπαίοι επιλέγουν συνειδητά τον Δρόμο της Μέταξας, βιώνουν κατά κανόνα προς το τέλος της πορείας την αίγλη του εξαίσιου. Τα παραδείγματα βρίθουν. Παραθέτω μια από τις χαρακτηριστικότερες ομολογίες πίστεως στο εμπράγματο θαύμα της Ετερότητας: «Παλαιότερα πίστευα ότι η λευκή φυλή ήταν σπουδαία. Τώρα πια δε νομίζω ότι είναι και τόσο. Αν η Ευρώπη και η Αμερική αφανιστούν στους πολέμους τους, αυτό δεν θα σημάνει αναγκαστικά ότι έφτασε η συντέλεια του ανθρώπινου είδους ή και του ίδιου του πολιτισμού. Θα μας έχουν απομείνει ακόμη αρκετοί Κινέζοι. Από πολλές απόψεις η Κίνα είναι η μεγαλύτερη χώρα από όσες έχω δει. Δεν είναι μόνο η μεγαλύτερη από αριθμητική και πολιτισμική πλευρά, αλλά και από καθαρά διανοητική άποψη. Δεν έχω γνωρίσει άλλον λαό, τον οποίο να χαρακτηρίζει τόση ευρύτητα πνεύματος, τόσος ρεαλισμός, τόση θέληση να βλέπει κατάματα τα γεγονότα όπως ακριβώς είναι, αντί να προσπαθεί να τα παραμορφώσει μέσα σε ένα περιοριστικό πλαίσιο σκέψης». Το κείμενο αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ένα απόσπασμα ημερολογίου του Ανρί Μισώ, σχέδιο εργασίας του Πωλ Κλωντέλ, περίληψη υπηρεσιακής αναφοράς του Σεν Τζων Περς ή σύμπτυξη αφορισμών του κατά το ήμισυ ημετέρου Πατρικίου Λευκαδίου Χερν.
Πρόκειται για ένα σημαίνον απόσπασμα της συνέντευξης, που παραχώρησε ο Μπέρναρντ Ράσελ στο περιοδικό Ο Κόσμος της Νέας Υόρκης, είκοσι χρόνια μετά το θάνατο του Χερν, ήτοι στις 4 Μαΐου του1924. Την ίδια ακριβώς χρονιά που δικαζόταν στην πνιγηρή Πνομ Πενχ για κλοπή αγαθών που ανήκαν στην πολιτιστική κληρονομιά της Καμπότζης, ο τότε άνεργος και μετέπειτα, μεταξύ άλλων, «Συνταγματάρχης Μπερζέ», «ιππέας Μαμπιώ», Υπουργός Πληροφόρησης (1945 – 1946), υπεύθυνος για την προπαγάνδα του RFP ως την διάλυση του κινήματος το 1953, αλλά και Υπουργός Πολιτισμού (1958 – 1969) και περιοδεύων Πρέσβης της Γαλλίας– μέγας γκωλικός Εξάγγελος, Αντρέ Μαλρώ.
Σε αντίθεση με τους Χερν και Ράσελ, που δίδαξαν αγγλικά και φιλοσοφία, στην πόλη Ματσούε, της βορειοδυτικής Ιαπωνίας και στο Πεκίνο, αντιστοίχως, ο Μαλρώ επεχείρησε να διδάξει και μάλιστα, όπως αποδείχτηκε, χωρίς επιτυχία, την ιστορική τέχνη της αρχαιοκαπηλίας. Ενώ δηλαδή η Ασία ήταν για τους δύο πρώτους το κραταιό είδωλο της πνευματικής – καλλιτεχνικής τους ωριμότητας και ταυτοχρόνως ένα απέραντο πεδίο οσμώσεων, λίκνο δημιουργικών εμπεδώσεων και ηθικών μεταμορφώσεων, για τον τρίτο ήταν το ακραίο ίνδαλμα, το περιβάλλον ενός αναφαίρετου υπέρ- Εαυτού, που ήθελε καταρχήν να το οικειοποιηθεί σε οριστικό, δηλαδή καταχρηστικά κτητικό βαθμό. Στις φαντασιώσεις των τοπίων της Άπω Ανατολής του συμπατριώτη του Κλωντέλ, ο Μαλρώ, κατά δεκατρία χρόνια νεότερος του, αντιπροτείνει την κλοπή ενός τμήματος της εθνικής φαντασίας ενός μισοξεχασμένου έως τότε λαού των μουχλιασμένων τροπικών. Σε αντιπαράθεση με την υπηρεσιακή, νομοταγή συμπεριφορά του άλλου επαγγελματία διπλωμάτη, επίσης συμπατριώτη του, του Περς, ο αρχαιοκάπηλος Μαλρώ υποδύεται στην πράξη έναν καθαρόαιμο απόγονο του διασημότερου των απανταχού λαθρεμπόρων Ρεμπώ.
Ως άλλος Ζαν Ζενέ δεν αποκλείεται να είχε ομολογήσει κι αυτός κάποτε ότι «Υποχρεώθηκα να προδώσω τον κλέφτη που ήμουνα για να γίνω ο ποιητής που ελπίζω πως έγινα. Αλλά αυτή η «νομιμοποίηση» δεν μου χάρισε ωστόσο την ευτυχία.». Είναι η ευτυχία που επεδίωξε ο Χερν όταν έγινε με κάθε επισημότητα ένας «άλλος», ο ιάπων δηλαδή υπήκοος Γιακούμο ( = Οχτώ Σύννεφα) Κοϊζούμι (= Μικρή Πηγή). Η ταυτότητα του ετέρου δεν υποκλέπτεται στην συγκεκριμένη περίπτωση, ούτε παραχαράσσεται, απλώς μεταβιβάζεται σύμφωνα με το ιαπωνικό εθιμικό σύστημα. Ο Χερν – Κοϊζούμι είναι η προσωποποίηση μιας αποτελεσματικής διαπολιτισμικής μέθεξης. Ο Μαλρώ, που δεν τα κατάφερε να γίνει ένας ακόμη επαναστάτης, που κηρύσσει, μαζί με τους αδίστακτους ομοϊδεάτες του, τον αντιαποικιακό αγώνα της εξεγερμένης κομούνας στην Καντόνα το 1927, αποτελεί βεβαίως το αρνητικό απείκασμα του Χερν – Κοϊζούμι.
Τα γλυπτά του «Κάστρου της παρθένας», του Μπεντάι – Σρε, που αφήνουν άναυδο τον Μαλρώ, δεν εκχωρούνται εκ μέρους των αιωνίων θυμάτων, των αδαών ιθαγενών της τροπικής ζούγκλας, με την καταβολή έστω ενός συμβολικού αντιτίμου, αλλά αποκόπτονται ιεροκρυφίως με πριόνια, που σπάνε κάποια στιγμή και αντικαθίστανται αμέσως από τα βάρβαρα κοπίδια του εικοσιτριάχρονου συγγραφέα. Τα κοπίδια, που ενεργούν ως ευκαιριακοί, πάντως λυσιτελείς μοχλοί, θα αντικατασταθούν λίγο αργότερα από την πένα – στυλό. Το νόμιμο όργωμα των αμέτρητων λευκών σελίδων, που συνιστούν το Έργο, είναι η συνέχεια μιας κάθετης ρήξης. Εννοώ τον βιασμό της πραγματικότητας προκειμένου να αναγερθεί στα συντρίμμια της ο ναός του Φαντασιακού. Ο ναός των Κμερ λεηλατείται, διότι απλούστατα εκλαμβάνεται αμέσως ως το ιδιωτικό Μουσείο της οργιαστικής ευρηματικότητας του Γάλλου. Η ευρύτερη Ασία είναι κατά συνέπεια ο δυναμικός χώρος, η ανοικτή εστία της δημιουργικής ανακατανομής των συγγραφικών εμμονών. Η κλοπή από την άποψη αυτή τεκμαίρεται ως η αναμφισβήτητη υλοποίηση ενός ακραίου συγγραφικού σχεδίου. Οι αγορεύσεις των επιστρατευμένων συνηγόρων πλεονάζουν: ο Μαλρώ έχει αρχίσει ήδη να γράφει το Μυθιστόρημα της απώτερης αλήθειας του. Η τέχνη τείνει να απορροφήσει ευεργετικά το πλημμέλημα. Ο ποινικός κώδικας απαρτίζεται από άρθρα – στοιχεία πλοκής.
Σχολιάζοντας διεξοδικά, ενώπιον των μελών της «Ένωσης για την αλήθεια», το πρώιμο, αλλά σημαδιακό μυθιστόρημά του οι Κατακτητές( 1928), που κυκλοφορεί αριστοτεχνικά γυρισμένο στη γλώσσα μας από τον Αλέξη Ζήρα στις εκδόσεις του Καστανιώτη, ο Μαλρώ καταρτίζοντας κατά κάποιον τρόπο ένα είδος «Ποιητικής Τέχνης», υπερασπίστηκε με το γνωστό παρορμητικό σθένος του την αρχή της μυθοποιητικής υπεροχής: « Από τότε που η χριστιανοσύνη εξαφανίστηκε ως πανοπλία του κόσμου, ο μυθιστοριογράφος, μετά από το φιλόσοφο, έγινε ένας άνθρωπος που προτείνει – είτε το θέλει είτε όχι – διάφορους τρόπους ζωής ∙ και τους τρόπους αυτούς τους προτείνει σε σχέση μ’ ένα στοιχείο αναλλοίωτο και στενά δεμένο με τη λογοτεχνική δημιουργία, σε σχέση με μια ειδική διάσταση που δεν υφίσταται μέσα στη ζωή.» Εδώ ο συγγραφέας της Ανθρώπινης Μοίρας(1933) επαναλαμβάνει δίχως να το ξέρει(;) την πάγια θέση της Κυρίας ντε Τρασί, που συνήθιζε να λέει στον Σταντάλ, ότι «είναι αδύνατον πλέον να εισπράξει κανείς την όποια αλήθεια τον περιβάλλει – μόνο μυθιστόρημα έχει την ικανότητα να είναι η αλήθεια – όλα τα άλλα συνιστούν εν τέλει εκφάνσεις προσποίησης και πλαστότητας.» Πρόκειται για μια σημείωση στις 24 Μαίου του 1834. Εκατό χρόνια πριν από την έκδοση των Χρόνων Καταφρόνιας του Μαλρώ το μυθιστόρημα έχει προλάβει να αγιοποιηθεί.
Η πανηγυρική του δήλωση «Θα τους αποδείξω εγώ, ο Αντρέ Μαλρώ, πως είμαι ο καλύτερος συγγραφέας του αιώνα», όπως μας την διέσωσε ο Αλαίν Μαλρώ στο Les Marronniers de Boulogne,( 297 ), πιστοποιεί με τον αψευδέστερο τρόπο την εγκαταβίωση του στο βασίλειο των ευρημάτων – σκιών της γραφής. Εκεί ο πεπρωμένος συγγραφέας είναι ο τελεσίδικος θεός της Αλήθειας. Οι χαρακτήρες είναι επόμενο να ενσαρκώνουν την ενίοτε αιμόφυρτη μετάβαση στον σολοικισμό της δράσης, στο περιώνυμο Άγαν των αρχαίων Ελλήνων.«Όλα τα μυθιστορηματικά πρόσωπα του Μαλρώ είναι οριακά »,επισημαίνει ο Αλέξης Ζήρας (ο. π. ) και διακρίνει: « Δεν ενδιαφέρονται για μια ζωή τεμαχισμένη και άβουλη, τυραννισμένα διαρκώς από τις ενδεχόμενες σημασίες της δράσης τους σ΄ έναν κόσμο εχθρικό που η βούληση του είναι να κρατηθεί η ζωή σ΄ αυτό που είναι. Μια από τις αγαπημένες φράσεις του συγγραφέα αυτών των γοητευτικών αφηγήσεων ήταν: « ο άνθρωπος είναι αυτό που πράττει» – γι΄ αυτό και ο βαθύτερος πόθος των ηρώων του είναι ν ΄ αφήσουν με το πέρασμά τους μια ουλή, ένα ίχνος εκεί όπου οι δυνάμεις της καταστολής επιφυλάσσουν τις δουλείες, τις κακώσεις, τον αφανισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.»
Ο αξιωματικός νιτσεϊσμός και η σοπενχαουερική, σκοτεινή πάντα βουλησιαρχία αποτελούν τα υποδόρια, αλλά καταστατικά θεμέλια των κειμενικών πραγματώσεων. Η ακατάβλητη θέληση για δύναμη απεξάρτησης – αποκοπής – ανατροπής υπαγορεύει το Μυθιστόρημα. Δεν θα πρέπει να εκπλήσσεται κανείς γιατί ακόμη και το Θήλυ, ως διάκοσμος έστω, περισσεύει. Ο αρσενικός νους γεννά, ο γυναικείος πιθανότατα φρενάρει την ορμή του « Συνταγματάρχη Μπερζέ» και του ακαταπόνητου «ιππέα Μαμπιώ», που είναι τα μαχητικά ψευδώνυμα του διανοούμενου. Η αμετακίνητη προσήλωση σε έναν γονιμοποιό αρχιτέκτονα, συγγενικό με τον Θεό της Γένεσης, εξηγεί εμμέσως την σπανιότητα των γυναικείων προσώπων στο σύνολο του πεζογραφικού έργου του Μαλρώ. Προς τα μέσα της ζωής του θα δει μάλιστα στον εθνικό ηγέτη, στον Ντε Γκωλ, προσωποποιημένο το ίδιο το Απόλυτο του Χέγκελ. Όπως ακριβώς ο φιλόσοφος εξέλαβε τον έφιππο Ναπολέοντα, τον γάλλο υπεράνθρωπο, ως το Εξαιρετικό αυτοπροσώπως, έτσι κι εκείνος θεώρησε, κατ΄ αναλογίαν, τον δικό του Στρατηγό, επίσης Γάλλο, εμπέδωση τoυ Ιδεώδους. Κι αυτή είναι η υπέρτατη επινόηση του Μαλρώ.
Ο Ζαν – Φρανσουά Λυοτάρ στη βιογραφία Με την υπογραφή Μαλρώ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Καστανιώτη, σε λυσιτελή μετάφραση της Οντέτ Βαρών-Βασάρ, συνοψίζει το υπαρξιακό βάσανο. Το στοχαστικό σώμα του συγγραφέα που γράφει, ακυρώνει, επικυρώνει και αναδομεί τα πολυσχιδή Αντιαπομνημονεύματά του είναι το ζωντανό Μουσείο του διαχρονικού πάθους. Μια Ασία – Κόσμος σε σμίκρυνση. «Υπό αυτό το καθεστώς ή υπό ένα άλλο, ενεργητικό ή παθητικό όπως λένε, το ερωτικό συμβόλαιο το υπογράφει κανείς με τον ίδιο τον εαυτό του. Το εγχείρημα προέρχεται πάντοτε από το ίδιο ερώτημα και σ’ αυτό ξαναγυρνάει δίχως απάντηση: τι συμβαίνει με μένα σε σχέση με την ηδονή; Το κατ’ εξοχήν καταραμένο ερώτημα, κατά τον Μαλρώ. Αν υφίσταται μια διέξοδος στον δυτικό αυτισμό, αυτή διανοίγεται στο υπόγειο της φυλακής του εγώ, πέρα από τα μάτια του, μακριά από τα αυτιά του, και περνά μέσα από τον λαιμό.»
Ας ξαναδιαβάσουμε σήμερα το εσωτερικά παλλόμενο έργο του πρωτεϊκού Μαλρώ. Ας μελετήσουμε ξανά τα όρια, τις μαρτυρικές ταλαντώσεις, τις συνθήκες τελείωσης και τα πολλαπλά στοιχήματα σύνθεσης, που κέρδισε ο καταλυτικός αυτός δημιουργός στη διάρκεια του ασίγαστου, ενίοτε αλλοπρόσαλλου βίου του. Μάθημα πολλαπλά χρήσιμο και, το κυριότερο, ηδύ.