Η πιστότητα του ποιητικού φωνήματος
Πρόκειται για έναν κατασταλαγμένο, πολλαπλώς δοκιμασμένο λόγο, ο οποίος τολμά και διασώζει ουσίες και αναγεννησιακές αξίες. Ο Θανάσης Χατζόπουλος με το δέκατο πέμπτο αυτό βιβλίο του ισχυροποιεί ακόμη περισσότερο τη θέση του ανάμεσα στους ευφυώς προωθημένους, πλέον μεταφυσικούς ποιητές των ημερών μας. Φρονώ ότι διασώζεται εντέχνως την κατάλληλη στιγμή το πνευματικό στοιχείο, το οποίο κατά ευτυχή συγκυρία εξακολουθεί ακόμη να μάς συνέχει, ενώ οι εσώτεροι κραδασμοί του διαπορούντος εγώ διακρίνονται συστηματικά για τις ισομερείς, καλώς συγκερασμένες αποτυπώσεις τους στην ευρύτερη κειμενική ενδοχώρα. Επικυριαρχούν οι κρυπτοσυμβολικές αναπτύξεις, οι αναφλέξεις των ευρηματικών μεταφορών, οι αναβαθμίσεις των γλωσσικών σχηματισμών σε ευέλικτα, ασπαίροντα σύνολα και οι διερευνήσεις – ενδεχόμενες ταξινομήσεις του ηρακλείτειου σάρματος.
Όπως έχω ήδη διαπιστώσει και παλαιότερα (ιδέτε περιοδικό «Ρεύματα», τεύχος 35, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1997) παρουσιάζοντας την πέμπτη κατά σειρά συλλογή του επαρκούς αυτού δημιουργού, με τίτλο Ο εξ αίματος νεκρός, η οποία κυκλοφόρησε από τον «Καστανιώτη», σε πρώτη έκδοση το 1994 και σε δεύτερη το 1999, η γραφή χαρακτηρίζεται εν γένει από την τάση να αναστυλώσει πλήρως ένα απώτατο κατά κανόνα παρελθόν, το οποίο έχει προλάβει ευτυχώς να καταστεί αναπόσπαστο τμήμα της φυλετικής μας μνήμης.
Ενδεικτικά παραθέτω για εποπτική χρήση τα εξής: «Μηδείας και Ιάσονος», «Ερινύες», «Ιοκάστη», «Επιτάφιος Φαίδρας» και «Άλκηστις»: «Δεν είδαν και δεν μπόρεσαν / Να δουν άλλο απ’ τον ίσκιο / Που ήρθε και καρφώθηκε / Στο σώμα τους, τούς χώνεψε / Σαν μαλακό σκιάδι / Μαύρο σύννεφο / Και μόλις που κατάλαβαν / Το «αχ!» απ’ την ελάχιστη ζωή τους που’ φευγε / Να βγαίνει απ’ της μητέρας το μαχαίρι / Που πρόλαβε απ’ τον ίσκιο της / Τέμνοντας σώμα / Και ψυχή απ’ τον δικό τους», «Κριτές του αίματος, στο αίμα μέσα βουίζουν / Φέρνοντας σύγχυση δεσμών και λογικών / Κυνηγοί του αίματος, στα κατατόπια του εγκλήματος / Τον δολοφόνο επαναφέρουν να θητεύσει / Στην αγωγή του θύματος / Αποκαθίσταται θεία ισορροπία / Στην τάξη του κόσμου», «Και νεκρή και τυφλή κυκλοφορώντας / Με ελευθέρας στη ζωή / Και νεκρή και τυφλή απέχοντας απ’ την αλήθεια / Μιαν ανάσα», «Καλύτερα η απουσία για μάνα / παρά ο ασύστολος πόθος / Καλύτερα η προδοσία για πατέρας / παρά η πλάνη αυτοπροσώπως» και «Σε δάνεια ζωή ιδανικός ο θάνατος / με δανεικό το θάνατο ιδανική η ζωή / Θυσιαστικός ο οίστρος» (Ιδέτε σ σ. 12, 22, 25, 38 και 51 αντιστοίχως).
Η ανασύσταση και η περαιτέρω διατήρηση του διαλόγου με τα Πρόσωπα, αλλά και τα Προσωπεία του μυθολογικού-ιστορικού καταπιστεύματος σε ισότιμη βάση συνιστά κατ’ εξοχήν μέλημα αυτής της ποιητικής. Συνείδηση και χωρόχρονος συνδιαλέγονται ακωλύτως. Το παρελθόν αποτελεί ένα είδος καταυγασμένης γεωγραφίας του ανήσυχου ποιητικού δρώντος. Το γνωστότατο πρόταγμα του Ρίλκε από την πρώτη ελεγεία του Ντουίνο «Denn Bleiben ist nirgends», το οποίο αποδίδεται πρόχειρα στη γλώσσα μας ως «Επειδή δεν υφίσταται τόπος για να τον κατοικήσουμε», εξακολουθεί να ηχεί τυραννικά ως η λίγο πολύ αναπόφευκτη διαλεκτική εναντίωση αυτής της στρατηγικής. Δεν παρεμποδίζεται όμως στη λεκτική πράξη το λεκτικό ον να αναδιαμορφώνει τα του (φασματικού, αλλά αναγκαίου) Οίκου του.
Συγκρατώ, επίσης, ότι εδώ ανακεφαλαιώνονται συστηματικά οι σημασιοσυντακτικοί μέθοδοι και οι λοιπές αισθητικές προαιρέσεις του Θανάση Χατζόπουλου, οι οποίες κρίνονται, ως εκ των πραγμάτων, ικανές και αναγκαίες για την απρόσκοπτη προβολή και περαιτέρω ανάπτυξη του πρωταρχικού ποιητικού του σχεδίου.