Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα του νομπελίστα συγγραφέα. Ο ίδιος ομολογεί ότι τον επηρέασαν, μεταξύ άλλων, θεματικές ενότητες από τον Τσέχοφ, τον Ντίκενς και τις Μπροντέ. Εκδόθηκε το 1982. Την ίδια χρονιά απέσπασε το Βραβείο Winifred Holtby Memorial. Θεωρήθηκε ότι αφορά σε ένα «μακάβριο και αλάνθαστα δουλεμένο αίνιγμα» (Sunday Times), ενώ «ισορροπεί απόλυτα ανάμεσα στην ελεγεία και την ειρωνεία» (New York Times Book Review). Οι έπαινοι κρίνονται δικαιολογημένοι. Η γραφή διακρίνεται για την επανειλημμένη, δημιουργική πάντα αμφισημία της, την άρτια τεχνική της, την ενίοτε αλληγορική προοπτική της και οπωσδήποτε για την καλά ασκημένη εμμονή της στη βαρύνουσα λεπτομέρεια. Όπως και τα άλλα δύο έργα του Καζούο Ισιγκούρο (1954-) που εκδόθηκαν στη συνέχεια, το παρόν, που εμφανίστηκε πρώτη φορά στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις Λιβάνη το 1984, αφορά κατεξοχήν τις τραυματικές εμπειρίες και τα βαθύτατα εσωτερικά κι εξωτερικά τραύματα των επιζώντων Ιαπώνων του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου. Το Ναγκασάκι, η γενέτειρα του συγγραφέα, συνιστά τη μία από τις δύο κύριες αφηγηματικές σκηνές του μυθιστορήματος. Η άλλη είναι η μια ανώνυμη πόλη κάπου στη Μεγάλη Βρετανία.
Η πρώτη προσέγγιση: διαβάζουμε την Αχνή θέα των λόφων ως ένα όντως άρτια δομημένο προϊόν ενός αμιγούς ρεαλισμού, παραδοσιακών δομών. Εν ολίγοις: η Ετσούκο, μια μεσήλικη Γιαπωνέζα, η οποία ζει σε μια αγροικία κάπου στην Αγγλία, προσπαθεί να συμφιλιωθεί τόσο με την πρόσφατη δι’ απαγχονισμού αυτοκτονία της πρωτότοκης κόρης της, ονόματι Κέικο, όσο και με τον ατομικό, οδυσσειακό της βίο. Επισημαίνω ότι η άτυχη, μοιραία Κέικο δεν ήθελε να αφήσει την Ιαπωνία, όταν η μητέρα της και ο δεύτερος σύζυγός της, ένας Βρετανός υπήκοος, αποφάσισαν να εγκατασταθούν οριστικά στη Μεγάλη Βρετανία. Καρπός του δεύτερου γάμου της Ετσούκο είναι η Νίκι. Το όνομά της, μαθαίνουμε στη δεύτερη κιόλας αράδα του βιβλίου, δεν συνιστά μιαν απλή, ευκαιριακή σύντμηση, αλλά μια συμβιβαστική λύση από την πλευρά των γονέων της. Στον απόηχό του διακρίνεται πράγματι κάτι από το ασιατικό καταπίστευμα των συναφών αποχρώσεων, ενώ δεν παύει να είναι εύχρηστο και οικείο στο δυτικό αυτί. Η Νίκι ζει άγαμη στο Λονδίνο, αποφασιστικά αποκομμένη από την οικογενειακή εστία. Δεν παρέστη καν στην κηδεία της αδελφής της, όπως έκπληκτοι οι αναγνώστες πληροφορούνται ήδη στην αρχή της δεύτερης σελίδας του μυθιστορήματος.
Το φάντασμα της Κέικο κατατρύχει τη συνείδηση της Ετσούκο, η οποία αντί να εξομολογηθεί τα όσα ταλανίζουν την ίδια, προκειμένου να ανακουφίσει το εμφανώς βεβαρημένο πεδίο της συνείδησής της, αφηγείται ορισμένα κρίσιμα περιστατικά από τη ζωή μιας άλλης, δηλαδή της φίλης της Σατσίκο. Η τελευταία, μητέρα της Μαρίκο, κατάγεται από μια πλούσια οικογένεια. Το τέλος της τραγωδίας της πατρίδας της τη βρίσκει όμως άστεγη. Τη θέση του συζύγου της, που σκοτώθηκε στον πόλεμο, την παίρνει ένας αρχετυπικός εραστής, ο αμερικανός πολίτης Φρανκ. Το όνομά του ανακαλεί αμέσως το όνομα του άπιστου εραστή της Μαντάμ Μπατερφλάι (βλ. τη μετάφρασή μου στις εκδόσεις Ηλέκτρα). Αλλά και ο Φρανκ της Σατσίκο, ο οποίος δεν παραλείπει να μεθάει συχνά στα καπηλειά του Ναγκασάκι, απιστεί πανηγυρικά σε βάρος της τελευταίας. Πλαισιωμένος κατά καιρούς από διάφορες γυναίκες, παρατείνει τον εξευτελισμό της Σατσίκο. Παρόλα αυτά η εν λόγω προτίθεται να τον ακολουθήσει στην Αμερική. Χωρίς να λαμβάνει υπόψιν της τις εκκωφαντικές αντιρρήσεις της Μαρίκο, δείχνει ότι δρα καθαρά εγωιστικά, ωφελιμιστικά κι απερίσκεπτα. Όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση της προαναφερομένης Κέικο, η Μαρίκο αρνείται να ακολουθήσει την εντυπωσιακά άστοργη μητέρα της. Συγκρατώ ότι η Σατσίκο δεν στέλνει εν τω μεταξύ στο σχολείο την κόρη της. Πολλές φορές μάλιστα την εγκαταλείπει μόνη της στο σπίτι.
Σημειώνω ότι παρεμβάλλονται διάφορα σημαδιακά επεισόδια τόσο από τον κοινό βίο της Ετσούκο με τον πρώτο σύζυγό της, ονόματι Τζίρο, αλλά και από την υποδειγματική συναναστροφή της με τον εύγλωττο, ψυχικά συγκροτημένο πεθερό της, τον Ογκάτα-Σαν. Ο τελευταίος εκπροσωπεί την Ιαπωνία του χθες, η οποία, ως γνωστόν, πίστευε στη θεϊκή καταγωγή της, ενώ ο Τζίρο αντιπροσωπεύει την Ιαπωνία του σήμερα, αυτήν της άκρως ορθολογιστικής εκβιομηχάνισης. Υποστηρίζω ότι εν προκειμένω ένα σύνδρομο, ας το βαφτίσω μάλιστα «Σύνδρομο του Λευκάδιου Χερν», χαρακτηρίζει την όλη στάση του ηλικιωμένου, αλλά επαρκέστατου πνευματικά Ογκάτα-Σαν. Το ίνδαλμα της Ιαπωνίας που χάνεται είναι επομένως η αληθινή του πατρίδα. Ο ρομαντισμός του Λευκάδιου Χερν και η ιδεολογία του πεθερού της Ετσούκο ταυτίζονται. Στο τέλος του μυθιστορήματος, η Νίκι επιστρέφει στο Λονδίνο της, η μητέρα της παραμένει μόνη σε ένα τεράστιο σπίτι, σε μια εξακολουθητικά ανώνυμη τοποθεσία, το όνομα του δεύτερου συζύγου της δεν μας γνωστοποιείται ποτέ, ενώ η Σατσίκο χάνεται κάπου στα αυλάκια της νοσταλγικής εξιστόρησης μιας συνειδητά κρυπτικής και εν τέλει απόρρητης Ετσούκο.
Η δεύτερη προσέγγιση: διαβάζουμε το έργο αυτό ως ένα ιδιαίτερα επεξεργασμένο ψυχογράφημα. Στην επιλογική σελίδα 205 παρέχεται πιστεύω το ερμηνευτικό κλειδί: «Η μνήμη, όπως διαπιστώνω, μπορεί να είναι κάτι το αναξιόπιστο· ενίοτε είναι έντονα χρωματισμένη από τις συνθήκες υπό τις όποιες κάποιος θυμάται, και, αναμφίβολα, το ίδιο ισχύει και για ορισμένες από τις αναμνήσεις που έχω συγκεντρώσει εδώ. Για παράδειγμα, μπαίνω στον πειρασμό να πείσω τον εαυτό μου πως ήταν ένα προαίσθημα αυτό που ένιωσα εκείνο το απόγευμα, πως η δυσάρεστη εικόνα που εισέβαλε στις σκέψεις μου εκείνη τη μέρα ήταν κάτι το εντελώς καινούργιο –κάτι πολύ πιο έντονο και ζωντανό– από τις πολυάριθμες εικόνες που διαπερνούν τη φαντασία κατά τη διάρκεια των μακρών και άδειων ωρών. Κατά πάσα πιθανότητα, δεν ήταν κάτι το τόσο αξιοσημείωτο. Η τραγωδία του μικρού κοριτσιού που είχε βρεθεί κρεμασμένο από ένα δέντρο –πολύ περισσότερο από τους προηγούμενους φόνους παιδιών– είχε συγκλονίσει τη γειτονιά, και δεν ήμουν η μόνη που είχε ταραχτεί από αυτές τις εικόνες εκείνο το καλοκαίρι».
Προφανώς η ως άνω εικόνα ενός ανώνυμου απαγχονισμένου κοριτσιού, που βρέθηκε στο δάσος του Ναγκασάκι, παραπέμπει αναμφίβολα στην επίσης απαγχονισμένη Κέικο. Ίσως να είναι ένα είδος δυσοίωνου μηνύματος. Η δε Ετσούκο προβάλλει διαρκώς εαυτήν στη Σατσίκο. Κατά μαθηματική συνέπεια, η Κέικο ταυτίζεται με τη Μαρίκο. Ο Άγγλος σύζυγος της Ετσούκο αντιστοιχεί στον Φρανκ. Κοντολογίς, η Ετσούκο καταπιέζει ένα εγώ, το οποίο θα ήθελε ίσως να ομολογήσει την ολοκληρωτική, ανέκκλητη ήττα του, αναζητώντας ενδεχομένως άφεση αμαρτιών και βεβαίως εξιλέωση. Αλλά η Ετσούκο εννοεί πολλά, αυτομάτως όμως τα αποσιωπά και κάποια έτερα θίγει. Η καταστροφή του Ναγκασάκι, φέρ’ ειπείν, από την έκρηξη της ατομικής βόμβας υπάρχει στο βάθος των πραγμάτων και καθορίζει πεπρωμένα, αλλά σπανίως αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων στον κύκλο της Ετσούκο.
Ανάλογο άγος απαντά, όπως γνωρίζουμε, και στα εμβληματικά μυθιστορήματα ενός άλλου νομπελίστα, του Γουίλιαμ Φώκνερ (1897-1962). Εκεί οι συνέπειες του Εμφύλιου Πολέμου Βορείων και Νοτίων της Αμερικής συνιστούν τις παραμέτρους ενός αξεπέραστου ζόφου. Είναι τα ανεξίτηλα κηλιδώματα της ύπαρξης. Όπως ανεξίτηλες είναι οι ενοχές της Ετσούκο. Στη σελίδα μάλιστα 227 η ίδια απευθύνεται στην εμφανώς ψυχικά διαταραγμένη Μαρίκο, ως να ήταν η κόρη της, η Κέικο! Η Ετσούκο, αν και επιθυμεί διακαώς να ξεχάσει τα πάντα, παραμένει μια κινούμενη αποθήκη μνήμης. Προτού οδηγηθεί στην παράκρουση από τις επίμονες ενοχές της, θυμάται την ιστορία της Σατσίκο και τη μοιράζεται ομοιοπαθητικά μαζί μας. Αποφεύγοντας έτσι τη διαχρονική της ομηρία σε μια ανίατη κατάθλιψη, η Ετσούκο παραμένει ήρεμη κι επιφανειακά νηφάλια. Ο μηχανισμός της αντικατάστασης της τραυματικής εμπειρίας, της συγκεκριμένης δηλαδή δυσθυμίας της Ετσούκο, από τη διηγητική εφεύρεση των περιπετειών της Σατσίκο, εξηγείται ικανοποιητικά, οίκοθεν νοείται, στο πεδίο της φροϋδικής ανάλυσης. Το έχει προσέξει άλλωστε προ πολλού η διεθνής κριτική.
Η τρίτη προσέγγιση: η Σατσίκο και η Μαρίκο συνιστούν καθαρόαιμες επινοήσεις της Ετσούκο. Ουδέποτε υπήρξαν. Αποτελούν δημιουργήματα της φαντασίας μιας προφανώς ψυχικά και ηθικά προβληματικής γυναίκας, την οποία έπλασε με υποδειγματική υφολογική πληρότητα ο ταλαντούχος Καζούο Ισιγκούρο. Η Αχνή θέα καλύπτει έτσι όχι μόνον τους λόφους, αλλά την όποια αλήθεια. Εξού και οι σκιές, οι φωτοσκιάσεις, τα θολά περιγράμματα π.χ. στις σελίδες 178, 206 και 224. Εκεί, αλλά και σε έτερα σημεία της αφήγησης, παρεμβάλλονται εναλλακτικές ερμηνείες των φαινομένων, υπονομεύσεις των αρχικών δηλώσεων, ελαφρές αμφιβολίες για την ορθότητα ορισμένων συμπερασμάτων ή και έμμεσες αλλά σαφείς ενδείξεις αντεστραμμένων συνδηλώσεων. Δεν πρόκειται ασφαλώς περί ασάφειας ή ατέλειας των νοημάτων, αλλά περί ποιοτικής αναβάθμισής τους. Η Ετσούκο θεραπεύεται ή νομίζει πώς θεραπεύεται, ονομάζοντας εαυτήν Σατσίκο. Η υπεύθυνη του ανέκκλητου πνευματικού μαρασμού της κόρης της υποδύεται μιαν άλλη. Έτσι δεν επιστρέφουμε στο θέμα της αυτοκτονίας της Κέικο, που θα έπρεπε να πρώτευε κανονικά στο πλαίσιο μιας τυπικής ανάπτυξης του κυρίου θέματος από έναν συμβατικό πεζογράφο του είδους. Αντ’ αυτών, παρακολουθούμε από κοντά όλες τις σταδιακές μεταπτώσεις της Σατσίκο. Μιας παντελώς τρίτης! Δεν ξεχνώ βεβαίως ότι η Ετσούκο έχει ψυχικά υποστηριχθεί προ πολλού από τον Ογκάτα-Σαν, στην αρχή μάλιστα της γνωριμίας της με τον Τζίρο, όπως τονίζεται στη μέση της εξιστόρησης, χωρίς πάλι να διευκρινίζονται επαρκώς τα αίτια και τα αιτιατά της συγκεκριμένης αυτής ευπάθειας. Άρα η αναγωγή στην ιστορία-μύθο της Σατσίκο αποτελεί εύρημα μιας ευφυούς, δόκιμης μυθιστοριογράφου, δηλαδή της Ετσούκο. Η τραγωδία αυτή φύσει και θέσει εμπεριέχει ειρωνεία. Η αναγνωστική απόλαυση διπλασιάζεται: το ένα μυθιστόρημα βιδώνεται κυριολεκτικά μέσα στο άλλο.
Ευτύχησε και πάλι μεταφραστικά ο Καζούο Ισιγκούρο από την εξειδικευμένη, έμπειρη, αγγλόφωνη Αργυρώ Μαντόγλου, η οποία πράγματι σεβάστηκε απολύτως το γράμμα και το πνεύμα της όλης αναπαράστασης τόσο βασανιστικών τοπίων της ψυχής