α. Δοκιμές μετωνυμίας
Ερείπια της επικοινωνιακής γέφυρας, μινιμαλιστικές αποτυπώσεις, υποτυπωδώς συνδεδεμένα τεμάχια ενός λόγου, ο οποίος δείχνει να είναι έτοιμος να ακυρωθεί ανά πάσα στιγμή: το εκάστοτε φώνημα αιωρείται κατ΄ ανάγκην ανάμεσα στο νόημα και στην πλήρη αναίρεσή του. Κι όταν κάποια στιγμή το νόημα πολλαπλασιάζεται, αυξάνεται αντίστοιχα η αντίθετη ροπή, αυτή της ολικής διαγραφής του. Το γεγονός μάλιστα ότι διατηρείται η δυνατότητα επανεμφάνισης του ρήματος στη σκηνή του ποιήματος, οφείλεται στην επάρκεια των συγκεκριμένων χειρισμών του ποιητικού υποκειμένου. Τα θραύσματα των αναστοχασμών αναμεταδίδουν στο μεταξύ τριβές ύπαρξης με το διάχυτο, ανυπόκριτο, διαβρωτικό παράλογο. Τα δε υπολείμματα μιας διαδοχικής πλην όμως μάταιης απόπειρας ουσιαστικής συνύπαρξης με ανώνυμους πλησίον σφηνώνονται στη μνήμη ως καρφιά πένθους. Οι απρόοπτοι επαγωγικοί συλλογισμοί, οι δραστικά συντομευμένες λυρικές εκφάνσεις, οι αλλεπάλληλες εκτονώσεις, σε δραστική πάντα περίληψη, όλες αυτές οι συντομογραφίες των διασκελισμών εαυτού, ο οποίος ενίοτε πανικοβάλλεται σφόδρα, συνιστούν μερικούς από τους επί μέρους μηχανισμούς αντιμετώπισης μιας ενδεχόμενης αφασίας. Η κραυγή-σπασμός/ομιλία/γραφή κρίνεται ισότιμη ενός καθόλα απελευθερωτικού ονείρου. Το όποιο ίχνος του λόγου υπαινίσσεται αρετή βίου.
Στο παρόν έργο του Κωνσταντίνου Πρωτόπαπα, η στρατηγική της διασποράς των σημαινόντων ανταποκρίνεται στις ανάγκες απογραφής ενός βαθύτερου σπαραγμού, γενικευμένου, ασίγαστου. Οι εικόνες συναποτελούν το υλικό μιας πινακοθήκης συγγνωστού πάθους για την πρόσκτηση, την απόλυτη νομή και κατοχή ενός φίλιου συν-όντος. Παρατηρώ επίσης ότι το ποιητικό εγώ παραμένει σταθερά μακριά από τους τρόπους της πολιτικής. Το δίπολο κόσμος και η όποια διερμηνεία του δεν εξαντλείται ούτε δεσμεύεται να δρα κάτω από τον αστερισμό του όποιου στρατευμένου ιδεολογήματος. Η διερμηνεία αφορά την υπόθεση της ίδιας της Απόλαυσης. Σε τέτοιο μάλιστα επίπεδο ωσμώσεων ώστε το ζεύγμα Διερμηνεία – Απόλαυση να συνιστά διακριτή ενότητα οράματος. Πρόκειται εν ολίγοις για την πλέον επιτυχή, την πλέον δημιουργική συν- ταύτιση. Ο μακρινός τόπος της αλήθειας εννοείται πάντα στο μέτρο του δυνατού. Είναι ασφαλώς ζωτικός, αλλά ο Τσιν μπορεί να διαχειριστεί τα του εαυτού ως ένα βαθμό χωρίς να αυτοκαταστραφεί. Μπορεί να πέφτει στα γόνατα, από τους πρώτους κιόλας στίχους, αλλά ποτέ δεν διαλύεται εξ ων συνετέθη. Από την άποψη αυτή συγγενεύει τρόπον τινά με τους κινηματογραφικούς χαρακτήρες του Σαμ Πέκινπα, που παραμένουν ζωντανοί αν και ημιτελείς και διάτρητοι. Το πρόσωπο μπορεί και διασώζεται, εν τέλει, χωρίς να αυτοβραχυκυκλώνεται ή να καταλήγει άπραγη διερώτηση μέσα στο χαοτικό περιβάλλον της γνωστής, της γενικευμένης προθυμίας συναντίληψης. Η ερημία καθίσταται βέβαια η κοιτίδα του. Προς το παρόν, εικάζω, τουλάχιστον. Συνιστά την επιβεβλημένη ποινή, επειδή προσπάθησε να είναι συγκεκριμένα ούτως.
β. Η (ουδε)Άλλη
Ο ώριμος στοχαστής Τσιν – ο οποίος σπεύδει να περικόψει χωρίς κανέναν απολύτως ενδοιασμό, το προγενέστερο πολυσύλλαβο επίθετό του, φέρ΄ ειπείν ένα «Τσιντικολακόπουλος» ή έστω «Τσινόγλου» – κι ο δεκαπεντάχρονος συχνά παρορμητικός Τσιν είναι ασφαλώς το ίδιο εξ ορισμού ανυπεράσπιστο πρόσωπο, το οποίο αντιδρά, ως εκ των πραγμάτων, σπασμωδικά. Κάποτε δε και με τη χρήση ήπιων βωμολοχιών, ιδίως όταν απορρίπτεται, κατά πάσα πιθανότητα, ανέκκλητα. Παραβάλλω όλα τα συμφραζόμενα στη σελίδα 41, όπου απαντά η μακροσκελέστερη των εξομολογήσεων ενός διαρκώς αυτοπροσδιοριζόμενου εγώ, σε δέκα επτά στίχους και ημιστίχια, για να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι το ποιητικό υποκείμενο υπάρχει επειδή δεν παύει να αυτοαναλύεται. Έχει ήδη κατασταλάξει: δεν υφίσταται η ετερότητα παρά μόνον ως αποτύπωμα φαντασιακό ενός εμφανώς απρόσιτου διάκοσμου. Ο εαυτός αρκεί για να επινοήσει κάτι παρεμφερές, έναν εύχρηστο, έναν συνεχώς διαθέσιμον Άλλον. Ο πρόχειρος Άλλος είναι βεβαίως η ουτοπία του έξω, αλλά και ο τόπος του ένδον, το οποίο απαντά αποκλειστικά στο κείμενο. Η επιθυμία ολοκληρώνει μαθηματικά τον κύκλο της παραμένοντας ανικανοποίητη, δηλαδή τέρας. Ο φορέας της λίμπιντο, όντας σταθερά πραγματιστής, μηνύει ευθαρσώς προς την πλευρά του πάντοτε θεατού, αλλά κατά κανόνα απρόσιτου εσύ: «Δεν κάνω απόψε τίποτε / λιγότερο από το να σε σκέφτομαι, / είπε ο Τσιν και συνέχισε / να κάνει το / τίποτε». Το «κάνω τίποτε» περιέχει λοιπόν το ελιξίριο μιας καλά οργανωμένης αντίστασης. Η μέθοδος ανάγεται ασφαλώς στη συμπεριφορά του Διογένη του Κυνικού. Η ανάγνωση έχει προ πολλού εξοικειωθεί. Εννοώ την προγραμματική εκείνη συνδήλωση στην προλογική σελίδα 13. Την παραθέτω κατά λέξη για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής:« Ο Τσιν θυμάται / πως πάνω απ΄ όλα / είναι το τίποτα. / Κάνω κουράγιο». Το λεγόμενο horror vacui, δηλαδή ο τρόμος του κενού, δεν κατισχύει εν προκειμένω: η νεύρωση προφανώς έχει ήδη εξελιχθεί εγκαίρως σε ιαματική θυμοσοφία.
Το μέτρο της πρόσληψης της όποιας εξ αντικειμένου πραγματικότητας παραμένει συγκεχυμένο σε όλη την έκταση της αναπαράστασης της διευρυμένης αυτής ιλαροτραγωδίας. Ο κίνδυνος της παραίτησης σ΄ ένα τέλμα αυτισμού εννοείται ότι καιροφυλακτεί από στροφή σε στροφή. Η καταύγαση της επίλεκτης λέξης την κρίσιμη στιγμή, αυτό το σινιάλο της καρτερίας, θα πιστοποιεί σχεδόν την τελευταία όμως στιγμή ότι δεν έχουν όλα χαθεί. Η αντήχηση της συλλαβής που τότε πεισματικά εγγράφεται σώζει. Η λέξη, όχι ως ο φόνος του πράγματος, όπως υποστηρίχθηκε, αλλά ως αντι -ναυάγιο αποτρέπει την τελεσίδικη πτώση. Εξ ου και η τυπολογία της άμυνας του εγώ. Η παρατεταμένη έλλειψη του Άλλου, για να το εκφράσω διαφορετικά, ανανεώνει ομοιοπαθητικά τα ικανά και αναγκαία ερείσματα επιβίωσης της ικμάδας είναι. Το επίγραμμα που ακολουθεί τεκμαίρει τις προοπτικές εξέλιξης: «Τι είναι ο έρωτας, Τσιν; /Μια ακούσια υπομονή». Διαπιστώνεται εδώ, μεταξύ άλλων, η αντιστροφή της παραίτησης, όπως τη διδάσκει φέρ΄ ειπείν ένας σημαίνων χαρακτήρας στο Νυχτοδάσος της Τζούνα Μπαρνς: «Σε τελική ανάλυση αυτό που όλοι αναζητούμε είναι η καταστροφή. Ο άνθρωπος ολοκληρώνεται μονάχα όταν υπολογίζει τη σκιά του όσο τον εαυτό του – και τι άλλο είναι η σκιά του ανθρώπου παρά ακέραια η κατάπληξή του;». Η αποστασιοποίηση από το έλκος του πάθους μαρτυρεί και τη βουδική καταγωγή αυτής της κατά καιρούς μη-συμπεριφοράς.
γ. Επινόηση απεξαρτήσεων
Σε μια από τις εισαγωγικές αποστροφές, ήτοι στη σελίδα 11, παρέχεται ένας δείκτης συνεκτίμησης, αποδελτίωσης και περαιτέρω αξιολόγησης των κρίσιμων δεικτών. Ήτοι: «Ο Τσιν παραδέχτηκε τα λόγια / του μεγάλου αρχιτέκτονα / και είπε πως/ναι,/το χιόνι είναι κόκκινο». Η σημείωση με μικρότερα στοιχεία, στο τέλος της σελίδας, για να τη συγκρατήσει ακόμη και ο οφθαλμός του βιαστικού δέκτη, δηλαδή «Για τον Α. Κωνσταντινίδη», δηλώνει ασφαλώς αφοσίωση στην τήρηση εκείνων των κανόνων της θέασης, οι οποίοι διαβάζουν και εν συνεχεία επιχειρούν να αναλύσουν τα δεδομένα κατά τρόπο λοξό. Κοντολογίς, επωφελή ή και ηδονικό ακόμα σε μιαν αναβαθμισμένη ποιότητα. Δέκα σελίδες μετά μαρτυρείται εμμέσως πλην σαφέστατα η συνειδητή προσφυγή αυτού του συχνά πυκνά μετά δυσκολίας ομιλούντος όντος, ονόματι Τσιν, στα αρχαία διδάγματα του Ταό. Εννοώ τις εξής ενδεικτικές αποφθεγματικές συνεπαγωγές, όπως έμαθε να τις αρθρώνει ο φιλοσοφών από ανάγκη: «Ο Τσιν είπε πως / το να προσεύχεσαι / δεν είναι κακό, / αρκεί να ξέρεις / τα σωστά λόγια. / Τότε τον ρώτησε: / Ποια είναι τα σωστά λόγια, Τσιν; / και απάντηση δεν πήρε». Η ασάφεια ή η απορία είναι αρχή σοφίας. Ό, τι συνιστά κατ΄ ανάγκην τη μόνη ελπίδα μετάβασης αλλού. Δεν αποκλείεται η υιοθέτηση του μονολεκτικού ονόματος Τσιν να αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς στον άπω ανατολικό κειμενοχώρο.
Συγκρατώ ότι έχει προηγηθεί, τέσσερις μόλις σελίδες πριν, μια θεμελιώδης διακήρυξη της έμπρακτης αλληλεγγύης. Είναι η εξής: «Ο Τσιν είπε πως μια από τις / μεγαλύτερες / μορφές αγάπης / ονομάζεται / συγχώρεση». Η λέξη αγάπη ακούγεται εδώ ντυμένη σύμφωνα με την παυλιανή γραμμή, ενώ στο βάθος ακούγεται ο ψίθυρος του Μπέρτολντ Μπρεχτ. Βεβαίως όταν ο θυμικός παράγων αναγκαστεί για συγκεκριμένους κάθε φορά λόγους να παραβιάσει το πρωτόκολλο της ειλικρινούς νηφαλιότητας, την οποία ευαγγελίζεται, μεταξύ άλλων, το Ταό, το αίτημα της συγχώρεσης παραβλέπεται χωρίς περιστροφές. Στη θέση της υπεισέρχεται ο ψόγος, η μνησικακία. Η πικρόχολη ειρωνεία εκβάλλει πύον. To σπάραγμα της αγάπης υπονοείται. Σέρνεται υποσελίδια. Όπως για παράδειγμα εντοπίζεται στα πεπραγμένα της σελίδας 51: «Ο αντίλογός σου είναι σαν τα μπακίρια / που έχω στο τασάκι. / Άχρηστος, /μωρό μου, είπε ο Τσιν, άχρηστα». Έχει προβλεφθεί επακριβώς η απομάγευση της επαφής τρεις σελίδες πριν. Αντιγράφω κατά λέξη: «Είμαι δικός σου / Τόσο απλά / Μπορείς να με χαλάσεις / Και τα κατάφερες / Γιατί είμαι ο δικός σου, Τσιν». Στο σημείο αυτό, το εγώ καλείται να απορροφήσει όλους τους κραδασμούς από την κατάρρευση του σχεδίου της συνταύτισης. Η Φύση παρίσταται ως αψευδής μάρτυρας της εγγενούς ατέλειας της ως άνω περσόνας. Δηλαδή:« Όταν ο Τσιν είδε την πρώτη αμυγδαλιά / ν΄ ανθίζει,/ σκέφτηκε τη γυναίκα που για πρώτη φορά / στη ζωή της είχε πει: / Θέλω να σου κάνω παιδί – /κι ας μην της το έκανε».
δ.Όχι μεταγλώσσα αλλά ιστο – γλώσσα
Η περιπέτεια της αναζήτησης του περιπόθητου Ετέρου η οποία συνιστά, ως γνωστόν, αρχετυπικό θέμα της λογοτεχνίας ήδη μάλιστα από την αρχή της γέννησής της, όσο και η οδυνηρή κατάληξή της, στη βασανιστική δηλαδή γνώση του ανέφικτου, στοιχειώνουν, αλλά δεν κατεδαφίζουν τα αντίστοιχα κεφάλαια της Ιστορίας του Τσιν. Η κατάλληλη αξιοποίηση των ικανοτήτων σύνθεσης του Κωνσταντίνου Πρωτόπαπα συντελεί στην πληρέστερη διαχείριση της κεντρικής ιδέας και των συνεκδοχών της. Το κλίμα της έλλειψης, η ακούσια παραμονή στην εκκρεμότητα, η διαχείριση του μηδενός επανέρχονται, χωρίς όμως να πλευροκοπούν τη γενικότερη πρόταση. Μάλιστα το χτίσιμο του κενού, σύμφωνα με την πρακτική του Ζεν, η υποκειμενική πραγμάτωση ενός κενού, κατά τον Ζακ Λακάν, δεν αδικείται λεκτικά όπως εμφανίζεται σε ορισμένες πτυχώσεις της Ιστορίας του Τσιν: η επιλογή των καταλλήλων προσδιορισμών υποστηρίζει το λειτουργικό αποτέλεσμα. Η παραγωγική σαφήνεια έχει προλάβει να γυαλίσει τις επιφάνειες των πραγμάτων, ενώ ο αρμόδιος τονισμός της ειδοποιού διαφοράς συνιστά το κύριο μέλημα. Όπως εδώ για παράδειγμα, όπου το επίθετο, μεταξύ άλλων, παραμένει συστηματικά εξόριστο: «Προχωρούσε στο μετρό / Με το τηλέφωνο ανοικτό / Και τα λεπτά περνούσαν/ Και η ψυχή του Τσιν άδειαζε / Καθώς τελείωνε μαζί του / Η μπαταρία λιθίου / Και κανείς άλλος». Επισημαίνω ότι χωρίς να προσφύγει στα τερτίπια ενός ψευδομοντερνισμού, υπονομεύοντας στην πράξη την όλη κειμενική συνοχή και τάξη, ή να υποκριθεί, ως μη ώφελε, έναν δήθεν απαραίτητο διάλογο εδώ και τώρα με την παράδοση, ο στίχος συσπειρώνει εντός του με φρόνηση κι επάρκεια το νόημα. Γνωρίζει άλλωστε πολύ καλά, μεταξύ άλλων, πώς να διαφυλάσσει την αξιοπιστία του, πώς να συγκεντρώνεται αυστηρά στο όποιο συγκινησιακό υλικό του, παραμένοντας συνεπής στις αρχές που ο ίδιος έχει θεσπίσει. Αυτές της πύκνωσης σε δεύτερο μάλιστα βαθμό.