«Η Αυτοκρατορία, ναι, εγώ είμαι στο σκαλί το έσχατο της παρακμής.
Να, οι κατάξανθοι βάρβαροι, τους βλέπω να περνούν
την ώρα που κάτι πάω να γράψω, στιχάκια παράταιρα, με ύφος
χρυσαφένιο, να χορέψει τώρα πάνω του ο ήλιος, ο κατάκοπος».
Πωλ Βερλαίν
Ο δόκιμος και δικαίως βραβευμένος ήδη συγγραφέας, οτρηρός, μεταξύ άλλων, ερευνητής του πάλαι ποτέ, Κώστας Χατζηαντωνίου αξιοποιεί σήμερα δεόντως ένα δραστικά μεταγλωττισμένο βυζαντινό χειρόγραφο. Η εξιστόρηση εκτείνεται σε έξι ενότητες και τριάντα έξι υποενότητες-νύχτες, αναγόμενες αριθμητικώς στη μαθηματική ευκτική των Πυθαγορείων. Μάλιστα, η σχολαστική εξιστόρηση εγκαινιάζεται «την εικοστή του μηνός Αυγούστου, χίλια διακόσια πενήντα οκτώ από την του Λόγου ενανθρώπιση και έξι χιλιάδες επτακόσια εξήντα έξι από κτίσεως κόσμου». Το πρωτότυπο βρέθηκε το ολέθριο έτος 1922 στα ερείπια της Μονής Σωσάνδρων. Εντοπιζόταν στο φημισμένο από την αρχαιότητα βουνό Σίπυλος, νοτίως της κοιλάδας του Έρμου και δυτικά της Μαγνησίας, περίπου στο μέσον της οδού προς τη Μαινεμένη, όπως καταγράφεται στην εισαγωγή του προκείμενου έργου. Πιστεύεται ότι ο ιερομόναχος Ευψύχιος είναι ο πατέρας του απολεσθέντος χειρογράφου. Έχει αποτυπώσει ό, τι νόμιζε ότι ήταν η ακριβής αλήθεια μιας συγκεκριμένης περιόδου, εξαιρετικά ταραγμένης. Κομβικό σημείο είναι η τραγική άλωση της Πόλης από τους Φράγκους το 1204. Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στα όσα αφορούν στον θεματοφύλακα του εθνικού εγώ, στη σημαδιακή δηλαδή Αυτοκρατορία της Νικαίας του 13ου αιώνα. Μνημονεύεται επίσης δεόντως η συν τω χρόνω δημιουργία της ημέτερης συνείδησης, όταν οι ήδη μισοΒυζαντινοί- περίπου Ρωμαίοι – (προφανώς νέο)Έλληνες μάχονταν εναντίον Δυτικών και Μουσουλμάνων, προκειμένου να διατηρήσουν την ελευθερία τους και να επαναφέρουν το δίκαιον Στέμμα στην πολυπόθητη Αρχή, ήτοι στην τάλαινα Βασιλεύουσα. Κι ένα τέτοιο σύμβολο πεπρωμένης εξουσίας είναι και το Στέμμα των αυγών.
Σημειώνεται ότι κατ΄ άλλους ο καθηγούμενος της προαναφερόμενης Μονής Σωσάνδρων Ιωαννίκιος θεωρείται ο πραγματικός συγγραφέας του αρχικού κειμένου. Ο δάσκαλος Φίλων Καπετανίδης, ο οποίος επιμελώς το μετέγραψε, ο λοχαγός Αναγνώστου που μεσολάβησε για την περαιτέρω διάσωση της μεταγραφής σε μια εμφανώς υβριδική, μεικτή πλην όμως νόμιμη, ήτοι πάλλουσα γλώσσα, η αδελφή αλλά και μια μικρανεψιά του ως άνω Φίλωνος Καπετανίδη εμφανίζονται διαδοχικά στη σκηνή των προλεγομένων, διεκπεραιώνοντας εκ του ασφαλούς τη διαχείριση του αληθοφανούς στοιχείου του πολυεπίπεδου, πολυφωνικού αυτού μυθιστορήματος. Συγκρατώ ότι παρεμβάλλονται ενδεικτικά, εκτός των άλλων, χωρία από κείμενα των Νικήτα Χωνιάτη, Γεωργίου Ακροπολίτη, Νικηφόρου Βλεμμύδη, Θεοδώρου Β’ Λασκάρεως, Οικουμενικού Πατριάρχη Γερμανού, βασιλέως Ιωάννη Βατάτζη και του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β’.
Κι ενώ «η επίγεια πολιτεία του Παλαιού Ημερών οσημέραι καταποντίζεται», η γραφή επιχειρεί να υποστηρίξει, να διαφυλάξει ήθος. Η λέξη δικαιώνεται ως χρήση. Το νόημα είναι τιμαλφές: το δράμα του παρόντος συνιστά Σημείον μείζον. Οι δε ομολογίες του τύπου «έζησα ό,τι γράφω και γράφω ό,τι έζησα», «τα ανθρώπινα δεν είναι αιώνια, το ξέρω, δεν είμαι δα άμοιρος παιδείας» και «μέσα στη γραφή διδάσκομαι, δεν διδάσκω… η θνητότητα δεν επιτρέπει καμιά αληθινή γνώση» καθορίζουν εμμέσως πλην σαφώς την ταυτότητα της συγγραφικής πρόθεσης. Ο Ευψύχιος προνοεί ασφαλώς διδάγματα κι εμπειρίες μοντερνισμού. Επινοημένος ή μη ο βυζαντινός αυτός γραφιάς ξέρει βέβαια ότι η φιλοσοφία ως αυτόνομο πλαίσιο ανάλυσης δεν έχει ακόμη κατοχυρωθεί επί των ημερών του. Την ίδια όμως στιγμή αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται πολύ μακριά από τη σφαίρα των προταγμάτων της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου του 787 μ.Χ. Όπως είναι αυτό φέρ’ ειπείν: «Όσοι ακολουθούν, δέχονται ως ορθές, τις μάταιες δοξασίες των Ελλήνων ανάθεμα». Συνεπώς ο Ευψύχιος στοχάζεται διιστορικά. Εξ ου και η σημασία των καταθέσεών του. Κι ενώ αρκετοί από τους Σταυροφόρους διεκδικούν με ζήλο εδάφη, τα οποία είχαν διαμοιραστεί βάσει της Partitio terrarum Imperii Romaniae, o Ευψύχιος υπογραμμίζει ό, τι συνιστά ενότητα σθένους και αναδιάταξη ψυχισμού του ελληνικού. Στο βαθμό που «η πίστη και η δικαιοσύνη πάντα στρατολογούν λαό», οικοδομείται η ελπίδα της διάσωσης και του εθνικού. Η δε πρόγνωση «ενώ θα χαθεί στην καταχνιά ο Φράγκος, θα ξεπροβάλει στα σημάδια του ο Τούρκος» επισημαίνει τη διαιώνιση του τραγικού. Στο βάθος μάλιστα του διηγητικού ηχείου προετοιμάζεται ο Λουκάς Νοταράς, Μέγας Δουξ (1448-1453) να αναφωνήσει: «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιελεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν».
Διαβάζω, οίκοθεν νοείται, το πόρισμα «άλυτο πρόβλημα η νομιμότητα και θα το έλυνε η δύναμη και η τύχη», ως επιτομή ενός δυστοπικού εφιάλτη. Ή ως περίληψη ενός διαχρονικού άγχους. Αναλόγως νόμισε ότι συνόψισε ο στενόκαρδος ιστορικός από την φίλη Ιρλανδία Ουίλιαμ Λέκι έξι περίπου αιώνες μετά. Πιο συγκεκριμένα το 1869: «Σύμφωνα με την ετυμηγορία της παγκόσμιας ιστορίας, αυτή η αυτοκρατορία που λέγεται Βυζαντινή αποτελεί – δίχως καμία απολύτως εξαίρεση – την πιο ακραία μορφή ποταπότητας και αχρειοσύνης που γνώρισε ποτέ πολιτισμός. Δεν υπήρξε άλλος μακραίωνος πολιτισμός τόσο απόλυτα αποστερημένος από κάθε μορφή και είδος μεγαλείου και τόσο απόλυτα ταυτόσημος με το επίθετο «αγνώμων» [. . .] Η ιστορία τα αυτοκρατορίας είναι μια μονότονη διαδοχή γεγονότων, γεμάτη με ραδιουργίες ιερέων, ευνούχων, γεμάτη με δηλητηριάσεις, συνωμοσίες και απαράλλακτη αγνωμοσύνη» (βλ. A History of European Morals from Augustus to Charlemagne, 2 τόμοι, τόμος 2, σελ. 13, εις Τζούντιθ Χερν, Τι είναι το Βυζάντιο, μετάφραση: Χριστιάνα Σαμαρά, εκδόσεις Ωκεανίδα, 2008, σελ. 599). Ο Ευψύχιος γράφει ασφαλώς στην αντίπερα όχθη. Βεβαίως, μετά λόγου συνέσεως. Ευθέως αποδομώντας, εννοείται εκ των προτέρων, ανάλογες με τις ως άνω επιφανειακές ετυμηγορίες, δοκιμάζει ομοιοπαθητική ίαση. Δηλαδή κάθαρση. Άλλωστε, δεν του λείπει το θάρρος της παρρησίας. Εξ ου άλλωστε και η καταγωγή της φωνητικής του ρίζας, ήτοι το έτυμον του ονόματός του.
Γνωρίζουμε ότι «όταν απαριθμεί κανείς τι έχει απομείνει από το Βυζάντιο σήμερα, πρέπει να παραχωρήσει ξεχωριστή θέση στη θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας. Όχι μόνον επειδή η σημερινή θεολογία, όποτε αναλογίζεται την πορεία και τις πλάνες τα στο πέρασμα των αιώνων, αναγκάζεται πάντα να επανεξετάσει τις θέσεις που διακηρύχτηκαν στο Βυζάντιο ανάμεσα στο 400 και το 600˙ όχι μόνο επειδή τα βασικά στοιχεία της ρωμαιοκαθολικής χριστολογίας (στο βαθμό που αναγνωρίζονται ακόμα) διαμορφώθηκε εκείνη ακριβώς την εποχή στο Βυζάντιο˙ αλλά και επειδή η σημερινή θεολογία του ορθόδοξου κόσμου ακολουθεί την ίδια οδό της επανεξέτασης, αφενός με συγκρατημένα αυτοκριτικό πνεύμα, αφετέρου διαχωρίζοντας ρητά ή σιωπηρά τη θέση της από τη δυτική θεολογία και από την ερμηνεία που δίνει η τελευταία στη Χαλκηδόνα και στα επακόλουθά της, ενώ πρέπει να προσθέσουμε ότι αυτή η τάση για επανεξέταση των αφετηριακών θέσεων εκδηλώνεται και στην, μερικές φορές απεγνωσμένη, προσπάθεια της ορθόδοξης θεολογίας να αναζωογονήσει παλιές αξίες» (βλ. Χανς – Γκέοργκ Μπεκ, Η βυζαντινή χιλιετία, μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ, Μ.Ι.Ε.Τ. 1992, V. Θεολογία, σελ. 225). Ο Ευψύχιος υπογραμμίζει με τη σειρά του λοιπόν τη διαφορά που απαντά στην περιοχή της Μεταφυσικής. Ό, τι κατ’ εξοχήν δηλαδή χαρακτηρίζει τη διάζευξη ανατολικού και δυτικού τρόπου σύλληψης των ποικίλων δράσεων του Αγίου Πνεύματος. Οι ολέθριες συνέπειες αυτής ακριβώς της διά-στασης υπαγορεύουν σημαίνουσες παραγράφους του μυθιστορήματος-ποταμού. Η εκ νέου ανάγνωση, η δημιουργική εν ολίγοις repetita lectio, των ιστορικών δεδομένων μόνον όφελος μπορεί να προσκομίσει. Ο Ευψύχιος, αν μη τι άλλο, τολμά να ξορκίσει το Κακό. Ενίοτε αυτοαναλυόμενος. Προαισθάνεται ίσως ότι κάποτε θα εξελιχθεί σε κεντρικό ήρωα πολυπρόσωπου μεταχειρογράφου.
Συνοψίζω: το καθόλα ευρηματικό υβρίδιο, το οποίο εν τέλει μας παρέδωσε ο συγγραφικά πολύτροπος Κώστας Χατζηαντωνίου, αποτελεί γλωσσικό υφαντό υποδειγματικής συνοχής. Διότι όχι μόνον ανταποκρίνεται με αποτελεσματική ευελιξία στο βαρύ σημασιολογικό του φορτίο, αλλά συνιστά και ένα καθόλα απολαυστικό δια-συν-κείμενο. Η εμβριθής χαρτογράφηση των παθών αποδίδει καρπούς: το παρελθόν υφίσταται ως άκρως καθοριστική δομή του διεσταλμένου χωροχρόνου των ελληνισμού στο σύνολό του. Δεν είναι μια άγνωστη χώρα. Είναι το παρελθόν ένας ακόμη απέραντος λειμών του είναι. Το 1204 και τα συμφραζόμενά του δεν έχουν, κοντολογίς, ημερομηνία λήξεως. Άρα ο Ευψύχιος είναι παρών.