«Η μουσική εν γένει είναι η μελωδία ,για την οποία ο κόσμος είναι το κείμενο .Το πραγματικό νόημα όμως του κειμένου ,το αποκομίζει κανείς μόνο μέσ’ από τη δική μου ανάλυση της μουσικής». Έχουν περάσει 153 χρόνια από τότε που ο παράδοξος εκείνος μονήρης της Δρέσδης και της Φρανκφούρτης , ο φιλέλληνας φιλόσοφος Αρθούρος Σοπενχάουερ ,δημοσίευσε τη δίτομη συλλογή δοκιμίων του «Πάρεργα και παραλειπόμενα»-εκεί θα μας σταματάει πάντα με την ομολογούμενη ευθύτητά της, μεταξύ άλλων ,και η παραπάνω προκλητική ,κάθε άλλο παρά ειρωνική πρόταση ,που συνιστά βεβαίως μνημείο αυτοεπαίνου.
Ο διδάκτορας μουσικολογίας Μάρκος Τσέτσος(γεν.1968), που παραδίδει μαθήματα αισθητικής της μουσικής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών ,κατέβασε από τα ράφια της βιβλιοθήκης του τα λεγόμενα ανορθολογικά και πολλές φορές κατασυκοφαντημένα ,αλλά για μερικούς άλλους ιδιαιτέρως προσφιλή αυτά βιβλία-τιμαλφή του Σοπενχάουερ ,στα οποία βεβαίως συμπεριλαμβάνεται το θεμελιώδες έργο του Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση (του 1818), να απομονώσει και να σχολιάσει εφέτος με υποδειγματική σαφήνεια και μεθοδικότητα τις ενίοτε ακραίες, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσες σκέψεις του ρηξικέλευθου αυτού Γερμανού για τη μουσική .Αυτό σημαίνει ,αν μη τι άλλο ,ότι οι λογαριασμοί μας με τον Σοπενχάουερ δεν φαίνεται να έχουν(ευτυχώς) κλείσει ακόμη.
Όσο κι αν μερικοί προσπάθησαν κατά καιρούς να θάψουν τον πότε ελαφρώς ,τον πότε ειδεχθώς παρεξηγημένο φιλόσοφο, κάτω από τον μονόπλευρο συνήθως ισχυρισμό, ότι προπαγάνδισε μιαν αντι-ιστορική και αδιέξοδη απαισιοδοξία ,ο Σοπενχάουερ άντεξε και με το παραπάνω στο πέρασμα του χρόνου .Ξεπερνώντας τελεσίδικα το φάσμα της λήθης, ανατροφοδότησε και ανατροφοδοτεί γόνιμα τη σκέψη μας σε πλείστους όσους τομείς .Έφτασε μάλιστα κατά τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες πολύ κοντά στην κωδικοποίηση όλων των νόμων που διέπουν τη λειτουργία του σύμπαντος. Στο πλαίσιο αυτής ακριβώς της ενδελεχούς αναθεώρησης εντάσσονται και οι τέσσερις διεξοδικές μελέτες του Μάρκου Τσέτσου και τα συνοδευτικά τους κεφάλαια-παραρτήματα .
Επανεξετάζοντας με νηφαλιότητα κομβικούς αναστοχασμούς γύρω από την υπέρτατη τέχνη των ήχων, τους οποίους ο Σοπενχάουερ υπεστήριξε με σπάνια θέρμη μια ολόκληρη ζωή, ο εξειδικευμένος μελετητής μας πείθει ότι γνωρίζει σε βάθος το αντικείμενό του. Προβάλλοντας στην αρχή του εγχειρήματός του την γενικότερη αποτίμηση του Τόμας Μαν ,ο οποίος τόνιζε συχνά, ότι ο κόσμος πάντα αισθανόταν την πνευματική προσφορά του διάσημου πλέον συμπατριώτη του« ως εξεχόντως καλλιτεχνική και μάλιστα ως καλλιτεχνική φιλοσοφία κατεξοχήν», ο Μάρκος Τσέτσος διέρχεται με προσοχή όλο το πλέγμα των παρεμφερών πορισμάτων και αναλύσεων ,ελέγχοντας πάντα με την συνδρομή αυθεντιών ,όπως είναι φέρ’ ειπείν ο Αντόρνο ,ή ο Ερνστ Κουρτ, τον βαθμό και την ποικιλία της συναφούς προβληματικής. Οι όποιες μάλιστα σοπενχαουερικές ήττες στο πεδίο της θεωρίας θα έλεγα, ότι προς το τέλος της ανάλυσης αρχίζουν να μοιάζουν με κάποιες από τις μάχες που έχασε ο Ναπολέων ,ή τις συνθέσεις που δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει ο ημέτερος Σολωμός- είναι ασφαλώς ατυχείς αλλά ένδοξες.
Ο Σοπενχάουερ ,που χαρακτηρίστηκε δικαίως πατέρας της νεωτερικής ψυχολογίας, πίστευε ακράδαντα και απέδειξε με ομολογούμενη ευχέρεια ότι η μουσική είναι άμεση εξαντικειμενίκευση και απεικόνιση ολόκληρης της βούλησης .Ο Μάρκος Τσέτσος θα μας θυμίσει σήμερα ότι ο θυμοειδής αυτός φιλόσοφος ,αφού απέρριψε τον Χέγκελ ως «τσαρλατάνο» και αφού κατέκρινε με δριμύτητα ,κυρίως , τους Σέλινγκ και Φίχτε για την εσφαλμένη διάκριση ιδεατού και πραγματικού ,βάφτισε τόσο αυτό που δεν μπόρεσε να διακρίνει πίσω από τις δικές του Ιδέες ο Πλάτων ,όσο κι αυτό που δεν τόλμησε να ονομάσει ο Καντ , «βούληση». Η αυτονόμηση της μουσικής ήταν το απαραίτητο εννοιολογικό εργαλείο ,που έθεσε στη συνέχεια στην υπηρεσία της η σοπενχαουερική ανάλυση για να οδηγηθεί στο εντυπωσιακό πράγματι συμπέρασμα ότι η ηχητική πρόταση π .χ. μιας συμφωνίας είναι σε θέση να βοηθήσει διαισθητικά -διορατικά τον προφανώς υποψιασμένο ακροατή της στη λύση των μυστηρίων του κόσμου και φυσικά της ανθρώπινης ύπαρξης .Η φιλοσοφία εγγυάται εδώ την έκσταση .Άλλωστε ο Σοπενχάουερ ,τονίζει ο Piclin ,το 1989 ,είναι αναμφίβολα ο μόνος φιλόσοφος που υπήρξε εν μέρει ο εμπνευστής ενός μουσικού, δηλαδή του Βάγκνερ.
Κοντολογίς ο Μάρκος Τσέτσος μας προσφέρει πολλά. Αποδίδει δικαιοσύνη :χωρίς να εκχυδαΐζει ,ή να ισοπεδώνει την προσέγγιση τόσων ευαίσθητων διανοητικών σχημάτων και πρωτογενών συλλήψεων ,επισημαίνει τις αναμφισβήτητες αρετές της προκείμενης «μουσικής φιλοσοφίας» ,ενώ προβάλλει με περίσκεψη ορισμένα κενά της, προασπίζοντας την ίδια στιγμή το ρόλο του Σοπενχάουερ ως προδρόμου σημαντικών τάσεων στη νεώτερη μουσική θεωρία .Η καλοζυγισμένη αυτή επανατοποθέτηση προσδίδει στις αναπτύξεις του μουσικολόγου μας γνωσιολογικό κύρος, αλλά και υφολογικό τακτ. Οι επικλήσεις του Σοπενχάουερ ακούγονται πολύ καθαρά -όπως τότε που διατυπώθηκαν για πρώτη φορά : «Με τις συνθέσεις της σημερινής εποχής αποβλέπουν περισσότερο στην αρμονία παρά στη μελωδία-εγώ εντούτοις είμαι της αντίθετης άποψης και θεωρώ τη μελωδία πυρήνα της μουσικής, με την οποία η αρμονία σχετίζεται όπως η σάλτσα με το ψητό».-