ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΜΕ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ- η συνέχεια της ανάγνωσης
Η γλώσσα είναι ένα μάτι
Ουάλας Στήβενς, Adagia
Πρόκειται για τη δεύτερη συλλογή του. Προηγήθηκε από τις εκδόσεις του «Μανδραγόρα» η Φυσική Ατροπίνη, το 2006. Παραθέτω το εισαγωγικό ποίημα της πρώτης εκείνης ποιητικής συλλογής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ευαγγελία»: «Ανοίγοντας η Ευαγγελία τα μάτια / αυτός που την κοιμόταν / κι οι παλμικές του ιδιότητες / έδυσαν από κοντά της /Φεύγει τρέχοντας γυμνή / ώσπου κλονίζεται και γέρνει / Συμπαθώντας /καμπυλώθηκε μαζί το μοτίβο της πολυχρώματης Άνοιξης / και της νευρικής μέλισσας η ευθυπορία / Δακρύζει η Ευαγγελία για την ασυνέχεια του ν΄ αγαπάς / για την κβαντωμένη αγάπη». Το παραβάλλω με το εισαγωγικό ποίημα της Γλώσσας των υπερηρώων, το οποίο φέρει, επίσης, τον τίτλο «Ευαγγελία»: «Η Ευαγγελία μετά τον έρωτα / απ΄ τις μακρυές της γρατζουνιές / έχανε φως και βλάσταιναν λουλούδια μαραμένα. / Η αλαλία στα μάτια της. / Μα το μουρμουρητό / των νανομηχανισμών της / θα διόρθωνε τα τραύματα / απ΄ τους απρόσεκτους της εραστές». Από την απλή και μόνο παράθεση των παραπάνω προκύπτει ότι η γραφή εξακολουθεί να διερευνά, μεταξύ άλλων, τις δυνατότητες μιας δημιουργικής αναδίπλωσής της. Το πλαίσιο της επιλεγμένης κειμενικής δράσης φαίνεται αρκετά διευρυμένο, ώστε να επιτρέπει πολλαπλές εφαρμογές κι διαδοχικές εμπεδώσεις ρηματικών προβολών. Η συνολική ανακατανομή και αναδιάταξη του υλικού των εκφάνσεων είναι ενδεικτική της συγκεκριμένης ποιητικής προοπτικής, την οποία έχει υιοθετήσει προγραμματικά ο εμφανώς γλωσσοκεντρικός Παναγιώτης Βούζης.
Οι αλλεπάλληλες θεματικές εναλλαγές σήμερα πιστοποιούν, επίσης, τη θετική απόδοση των ειδικότερων ποιητικών διασκελισμών. Η ροή της ρηματικής έκφρασης, ασίγαστη, ανατρεπτική, ανήσυχη, υποψιασμένη ρυθμικά, επιβεβαιώνει μια μακρόχρονη, γόνιμη άσκηση υφών. Τα επί μέρους ποιήματα της Γλώσσας των υπερηρώων επιμαρτυρούν, συν τοις άλλος, ότι απέχουν μεταξύ τους χρονολογικά. Η όλη λεκτική εξέλιξη πιστοποιείται μάλλον εύκολα. Οι οριακές αναβαθμίσεις των εκφορών γίνεται συν τοις άλλοις με τη συνδρομή εκδήλων υπερρεαλιστικών αποκλίσεων. Διακρίνονται, μεταξύ άλλων, εκείνα τα εισαγωγικά κομμάτια, τα οποία τιτλοφορούνται, κατά σειρά, «Ευαγγελία», «Συνοδηγός» και « Τα λουλούδια». Αναγνωρίζεται αμέσως το λειτουργικό ιδίωμα. Πρόκειται για μία απόπειρα επικοινωνίας, η οποία προσβλέπει σε μια διακριτή υπέρβαση του κοινού λόγου. Εξ ου και η ανάδειξη ενός κινητικότατου μικρόκοσμου, ο οποίος στελεχώνεται εμφανώς από υπερλογικά συμβάντα. Τα εννοούμενα εδώ χαρακτηρίζονται από μιαν ιδιάζουσα δυναμική σημασιών.
Σε μία δεύτερη ομάδα συναριθμούνται ποιήματα, όπως φέρ΄ ειπείν είναι τα εξής: «Απ’ το διάστημα», «Το σύνδρομο του Ομήρου», και «Αόρατος άνθρωπος». Εδώ η γλώσσα απλουστεύεται στο πλαίσιο της αφομοίωσης των σημάνσεων, οι οποίες εστιάζονται σε κύριες πτυχές της εξ αντικειμένου πραγματικότητας, ιδίως όσες αφορούν στη μαζική κουλτούρα, αλλά και στην περιπέτεια της πρόσφατης γενικευμένης ελλαδικής κρίσης. Έτσι αποκαθίσταται εμφανώς η διαρρηγμένη αφηγηματικότητα της προαναφερόμενης πρώτης ομάδας. Στην τρίτη και ευρύτερη κατηγορία ποιημάτων υπάγονται κείμενα, όπου δεσπόζει καθαρά η φορμαλιστική πολιτική των αποτυπώσεων. Εδώ ανήκουν τα τιτλοφορούμενα «Διασκευή», «Ξεκουρδισμένο ρομπότ», «Stanza», και «Brzo!». Στους κύριους πόλους των δημιουργικών επιρροών εντοπίζεται τόσο η γνωστή μεθοδολογία του Oulipo, η οποία επιβάλλει διάφορους περιορισμούς ως μορφοποιούς παραμέτρους της γραφής, όσο και ο επιτυχημένος συνδυασμός της ανάδειξης του απτού εννοιολογικού στοιχείου, εκ παραλλήλου με την αναβάθμιση του αφηρημένου υλικού ή και του ανείπωτου ακόμη από τους αμερικανούς επιγόνους της «language centered poetry». Έτσι ανάγονται, καθορισμένα εκ των προτέρων, αμιγώς στοιχεία μορφής σε αυτοτελείς ποιητικές μονάδες. Εννοούνται εδώ: η ισοσυλλαβία σε κάθε στίχο, η επανερχόμενη τμήση, η κανονική στροφή, το σταθερό μέτρο, η ομοιοκαταληξία, η εξίσωση του στίχου με την περίοδο ή με την παράγραφο.
Στην πρόκριση της μορφής συμβάλλουν επιπλέον η συστηματική ενσωμάτωση του λεκτικού διασκελισμού, η αρχή της αυτονομίας του στίχου ακόμη και του μη ολοκληρωμένου νοηματικά, η ανεξάρτητη χρήση των δευτερευουσών προτάσεων και η διακοπή των κύριων αντιστοίχως. Συνιστούν αντιφατικές εν γένει τεχνικές, οι οποίες υπονομεύουν συνειδητά εκ νέου την αφηγηματικότητα. Η τελική παραγωγή του ποιήματος ρυθμίζεται από μια ενδελεχή, έντεχνη εν τέλει συναρμογή των στίχων. Θετική καθόλα κρίνεται, επίσης, η συμβολή του Νάνου Βαλαωρίτη. Ο τελευταίος συνιστά έναν από τους εμμέσους πλην σαφείς άξονες αναφορών.
Οι συνεχείς παραθέσεις συγγενών σημασιολογικών αποχρώσεων και ενίοτε απροσδόκητων παραλλαγών τους αποτελούν έτερο, πάγιο γνώρισμα της γραφής. Η δράση των άφθονων υβριδικών εννοιολογικών σχηματισμών διατηρεί όντως αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Οι ανατροπές προκύπτουν αβίαστα. Παράδειγμα: «το μυστικό το φωτός σε καταντά αόρατο». Ή και το «Δεν θα ΄θελα, για παράδειγμα, ποτέ να ΄μαι ο Βούζης Παναγιώτης». Οι γραμματικές εικόνες συμβάλλουν από την πλευρά τους στη συγκρότηση του προτεινόμενου καταστατικού φωνήματος. Εν μέρει πειραματική, εν μέρει κατασταλαγμένη η γραφή αυτή φρονώ ότι επιδιώκει, με την εγγενή αυθορμησία της, να συναιρέσει τις αντιφάσεις της βιοτής. Συγκρατώ ότι τονίζεται επαρκώς η ανάγκη της συνεχούς επαφής μας με τις παρακαταθήκες της εθνικής μας ποίησης. Μάλιστα, τα ομηρικά έπη θα πρέπει να διαβάζονται, ισχυρίζεται συνειδητά μέσα από το έργο του ο Παναγιώτης Βούζης, ως διαχρονικά μέσα της πνευματικής μας βελτίωσης, της ηθικής μας αναδίπλωσης.
Κοντολογίς, η απομάκρυνση από μία τυπική, αγκυλωμένη ή μη, ιδιόλεκτο οδηγεί κατ΄ ανάγκην στην επιλογή ενός άλλου τρόπου σήμανσης, ο οποίος ενδεχομένως μπορεί συν τοις άλλοις να συμβάλει αποτελεσματικά στην ευέλικτη διαχείριση του δεδομένου κεντρικού νοήματος και των συμφραζομένων του. Η συγκεκριμένη αυτή επιλογή προκάλεσε, σε συνέχεια της Γλώσσας των υπερηρώων, τη σύνθεση της πρόσφατα δημοσιευμένης ενότητας «Zeitlupe». Όπου οι εκφάνσεις του λόγου της καθημερινότητας, αυτούσιες ή πολλαπλώς τροποποιημένες, συμμορφώνονται προς ένα πάγιο μετρικό σχήμα, κατά την απόπειρα της διάρθρωσης μίας δυνητικής ποιητικής κοινωνιολέκτου.
*