Ο Ezra Pound, ως γνωστόν, αρεσκόταν να μεταφράζει Κομφούκιο από το σινικό πρωτότυπο χωρίς να ομιλεί ή να γράφει τη γλώσσα των μανδαρίνων. Πρόκειται για δήθεν μετάφραση, παρανόηση, παράφραση ή επινόηση κειμένου;
Ποια όρια δεν σέβεται ακριβώς ο περιβόητος Traduttore,Traditore; Ερωτήματα σαν κι αυτά τίθενται καθημερινά στη μεταφραστική πρακτική. Και οι απαντήσεις ποικίλλουν και θα ποικίλλουν σε σθένος, σε αλκή και εύρος. Οι αναγνώστες, οι οποίοι είναι ήδη εξοικειωμένοι λίγο πολύ με την Εισαγωγή στη μεταφρασεολογία της Mona Baker, τα Θεωρήματα για τη μετάφραση του Jean–René Ladmiral, τις Ωραίες άπιστες του Georges Mounin, τις Μεταφραστικές σπουδές του Jeremy Munday, τη Μετάφραση και το γράμμα ή το πανδοχείο του απόμακρου του Antoine Berman, αλλά και με το θεμελιώδες Έργο του μεταφραστή του Β. Μπένγιαμιν, τα οποία κυκλοφορούν όλα και στη γλώσσα μας, από τις εκδόσεις του «Μεταιχμίου», εκτός από το τελευταίο, που εμπεριέχεται στον τόμο Δοκίμια φιλοσοφίας της γλώσσας της «Νήσου», θα εκτιμήσουν δεόντως τα τρία κείμενα που παρουσιάζονται συγκεντρωμένα εδώ.
Αποδεικτικός τροπισμός, ήπια αντιπαράθεση εναντιωματικών επιχειρημάτων, στρωτή, κρυστάλλινη συνεπαγωγή, σαφήνεια των σημαινόντων και πρωτίστως καλώς συγκερασμένος λόγος, ο οποίος μαρτυρεί με τη σειρά του δεκαετίες σπουδών εξειδικευμένης, αλλά και ευρύτερης ανθρωπιστικής απόκλισης. Ο Πολ Ρικέρ, εγκαινιάζοντας από τύχη αγαθή τη φιλοσοφική του σταδιοδρομία µέσω της μετάφρασης ενός βιβλίου του Έντμουντ Χούσερλ, γράφει μέσα ακριβώς από την ενδοχώρα της μεταφραστικής περιπέτειας. Απολογητής και σύννους υπερασπιστής ταυτοχρόνως των κεκτημένων ιδεών – πρακτικών του, υπερβαίνει το γνωστό μεταφραστικό οξύμωρο. Το οποίο, ως γνωστόν, ενώ θεωρητικοποιεί την απιθανότητα του μεταφραστικού επιτεύγματος, αποδέχεται εν τούτοις τους όποιους σπουδαίους ή και αμελητέους καρπούς του, ή όπως επισημαίνεται πολλαχώς μέσα στο ίδιο το κείμενο: η μετάφραση είναι, από όποια θεωρητική σκοπιά και αν δει κανείς το ζήτημα, αδύνατη και παρ’ όλα αυτά επιχειρείται πάντα µε επιτυχία.
Ο Πολ Ρικέρ προτείνει κατά τρόπο εύληπτο κι άλλο τόσο εμπεριστατωμένο τη μεταφραστική στρατηγική της «ισοδυναμίας δίχως ταυτότητα». Εμείς, ως μέλη ενός έθνους το οποίο ως εκ των πραγμάτων οφείλει πολλά στη μεταφραστική εμπειρία από και προς τα ελληνικά, σε διαχρονική μάλιστα βάση και προοπτική, οφείλουμε να εκτιμήσουμε την κεφαλαιώδη σημασία των πορισμάτων του Πολ Ρικέρ. Οφείλουμε να τον διερμηνεύσουμε, να τον κατοικήσουμε κειμενικά, να τον πολιτογραφήσουμε ημέτερον. Φρονώ ότι έδειξα, ότι οι καίριες επισημάνσεις του µας αφορούν άμεσα, είτε μεταφράζουμε για βιοποριστικούς-αισθητικούς λόγους είτε βιώνουμε τον μεταφραστικό κόπο από την πλευρά του κριτικού ή και, στην καλύτερη περίπτωση, αναστοχαστικού δέκτη.