Ο κοσμοπολιτισμός ως αρετή
«Το να μιλάς για έρωτα», είπε ο Σταντάλ, «είναι σαν να κάνεις έρωτα.»
Και το να μη μιλάς;» (Από το βιβλίο σελ. 126)
Έως το 1986 το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό αγνοούσε την ύπαρξή του. Είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Πωλ Μοράν (1888-1976), ο οποίος υπήρξε βαθύτατα «ερωτευμένος με το δρόμο». Το υπογράμμισε άλλωστε στην ομιλία που εκφώνησε κατά την υποδοχή του στη Γαλλική Ακαδημία. Γραμμένοι το 1910-1911 οι Εκκεντρικοί πιστοποιούν τόσο την ατομική θεματολογική απόκλιση, όσο και την εμφανή ποιότητα των ιδιαίτερων υφολογικών προαιρέσεων του περιώνυμου Γάλλου συγγραφέα και διπλωμάτη. Αρχικά πίστευαν ότι το χειρόγραφο είχε καταστραφεί σκοπίμως. Ανευρέθη μόλις το 1978 σε κάποιο βιβλιοπωλείο στην ανατολική ακτή των Η.Π.Α. Λίγο μετά το απέκτησε το αρμόδιο τμήμα του Πανεπιστημίου Γέιλ. Η κύρια περσόνα, ο εμβριθής παρατηρητής των πάντων και άλλο τόσο απρόβλεπτος Σιμόν ντε Μπιεβίλ, ο οποίος προφανώς θα μπορούσε να ήταν ο ίδιος ο Πωλ Μοράν, έχει μάθει από πολύ νωρίς να ταξιδεύει, να αφηγείται ως απερίσπαστος πλάνης, να ομιλεί άριστα πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, να συγκρίνει στοχαστικά ετερότητες, να ερωτεύεται ασυστόλως, να διασταυρώνει με φαντασία και λόγο πολιτισμικά δεδομένα και βεβαίως να συλλέγει μνημονικά τόπους, πρωτεύουσες και θέες σα να ήταν γραμματόσημα μεγάλης συλλεκτικής αξίας. Γι’ αυτό και τα πνευματικά πρώτα παιδιά του, οι καλλιτέχνες και οι ετερόκλητοι λόγιοι δηλαδή που συνωστίζονται στις σελίδες των Εκκεντρικών, περιφέρονται στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στη Βενετία με την άνεση που χαρακτηρίζει εν γένει τους επαρκέστερους των διπλωματών. Οι δε συναισθηματικές τους σχέσεις είναι πληθωρικές, πολύσημες και αυτοτροφοδοτούμενες αενάως, σαν κι αυτές ακριβώς των διακεκριμένων ανά τους αιώνες περιηγητών.
Ο κοσμοπολιτισμός εν ολίγοις, ο οποίος εισάγεται εδώ, δεν συνιστά απλώς ένα ιδίωμα συμπεριφοράς ανάμεσα στα άλλα, αλλά υπέρτατο τρόπο διαχείρισης του φαινομένου της ζωής και των πολλαπλών συμφραζομένων της. Στο βαθμό που «η γνώση της ιστορίας και της γεωγραφίας είναι στολίδι και ταυτόχρονα τροφή για το ανθρώπινο πνεύμα», όπως φρονούσε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (ιδέτε τα Σημειωματάριά του στις εκδόσεις «Μεταίχμιο»), προσφορές σαν αυτή του Πωλ Μοράν είναι όντως πολύτιμες. Έχει μάλιστα θεσπιστεί ιδιαίτερα σημαντική διάκριση στο χώρο της ταξιδιωτικής λογοτεχνία, που φέρει το όνομά του. Με αυτή τιμήθηκε, ως γνωστόν, και ο πρόσφατα βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας συμπατριώτης του Λε Κλεζιό.
Οι γεωπολιτικές συνισταμένες του Μοράν, θα το επισημάνω και πάλι, συναποτελούν το πολύμορφο, καλειδοσκοπικό υπερκείμενο, το οποίο την κατάλληλη συγκινησιακή στιγμή τον καλεί να το μελετήσει δεόντως. Περιδιαβάζω συνειδητά σημαίνει κι εδώ πρωτίστως ότι ανανεώνω ριζικά τις λειτουργίες της συναντίληψης μου, ότι διαβάζω σε βάθος το τοπίο, ότι αποδέχομαι εκ προοιμίου και μάλιστα στο έπακρο την δυνατότητα της περιηγητικής έκπληξης και διαγράφω ει δυνατόν όλες τις εμμονές του ασφυκτικού μικροαστισμού. Επικυρώνοντας ως εκ των πραγμάτων την ικανότητά μου να αφομοιώνω το θαύμα του πλανήτη Γη, αντιλαμβάνομαι εν τέλει την πραγματικότητα. Έστω ένα ικανό μέρος της. Φαίνεται πάντως ότι ο Πωλ Μοράν γνωρίζει κι αυτός ότι μέσα από την οπτική γωνία του προσφιλούς Φρίντριχ Νίτσε, όπως ορίζεται ευκρινώς στο έργο του Θέληση για δύναμη,(1885 – 1886), «… ο κόσμος είναι ακόμη πλούσιος και άγνωστος και αξίζει περισσότερο να χαθούμε παρά να κατοικήσουμε ανάπηροι και φαρμακεροί. Η ίδια μας η ρώμη μάς σπρώχνει προς τις μακρινές θάλασσες, προς το σημείο όπου όλοι οι ήλιοι μέχρι τώρα έχουν δύσει• ξέρουμε πως υπάρχει ένας νέος κόσμος…».(Ιδέτε εκδόσεις Νησίδες, 2001). Η μετάφραση κρίνεται επιτυχής. Προτείνω μάλιστα να ξαναθυμηθούμε με την ευκαιρία αυτή τις αριστοτεχνικές Βενετίες και τα εύγλωττα Ταξίδια του ίδιου συγγραφέα, που παρουσίασε ήδη επιτυχώς στη γλώσσα μας ο Ολκός.